κρικός
1κρίκος — ring masc nom sg …
2κρίκος — ο (AM κρίκος) κυκλικός δακτύλιος, συνήθως μεταλλικός νεοελλ. 1. το μηχάνημα γρύλλος 2. βοτ. συγκεντρικός κυλινδρικός δακτύλιος από ξυλώδη ιστό τού δευτερογενούς ξυλώματος, τον οποίο σχηματίζουν κάθε χρόνο τα μακρόβια φυτά κατά την αύξηση τού… …
3κρίκος — ο 1. μεταλλικός δακτύλιος, χαλκάς, κρικέλα. 2. δεσμός: Τα παιδιά τους είναι ο συνδετικός κρίκος της αγάπης τους. 3. συσκευή ανύψωσης βαρών …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4διάμεσος κρίκος — Η μορφή από την οποία προέρχεται κατά την εξέλιξη ενός είδους ένα νέο είδος. Ονομάζεται και ενδιάμεση μορφή ή συνδετικός κρίκος. Ο δ.κ. συνδέει φυλογενετικά το νέο είδος με τον πρόγονό του, όπως αποδεικνύεται από ανατομικές, εμβρυολογικές,… …
5δακτυλίδι ή δαχτυλίδι — Κρίκος από μέταλλο, συνήθως πολύτιμο, που φοριέται στο δάχτυλο είτε ως κόσμημα είτε ως σύμβολο πίστης είτε ακόμα ως σύμβολο εξουσίας. Η καταγωγή του είναι πάρα πολύ παλαιά και ανάγεται στην εποχή του χαλκού. Το δ. ήταν στην αρχή πολύ απλό, αλλά… …
6κρίκε — κρίκος ring masc voc sg κρίζω creak aor imperat act 2nd sg κρίζω creak aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …
7κρίκοι — κρίκος ring masc nom/voc pl κρίκοῑ , κρίζω creak aor opt act 3rd sg …
8κρίκοις — κρίκος ring masc dat pl κρίζω creak aor opt act 2nd sg …
9κρίκον — κρίκος ring masc acc sg κρίζω creak aor ind act 3rd pl (homeric ionic) κρίζω creak aor ind act 1st sg (homeric ionic) …
10κρίκου — κρίκος ring masc gen sg κρίζω creak aor ind mid 2nd sg (attic epic doric) …