κριθή

  • 1κριθή — ή (AM κριθή, ή, Α επικ. τ. και κρῑ, τὸ) 1. φυτό δημητριακό, εδώδιμο, βιομηχανικό και κτηνοτροφικό, που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια τών αγρωστωδών, το κριθάρι 2. ο καρπός τού φυτού αυτού («οἴνω δ ἐκ κριθέων πεποιημένῳ… …

    Dictionary of Greek

  • 2κριθῇ — κρῐθῇ , κρίνω separate aor subj pass 3rd sg κρῑθῇ , κριθάω to be barley fed pres subj mp 2nd sg (doric) κρῑθῇ , κριθάω to be barley fed pres ind mp 2nd sg (doric) κρῑθῇ , κριθάω to be barley fed pres subj act 3rd sg (doric) κρῑθῇ , κριθάω to …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3κριθή — κρῑθή , κριθή barleycorns fem nom/voc sg (attic epic ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 4κρίθη — κρί̆θη , κρίνω separate aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) κρί̱θη , κριθάω to be barley fed pres imperat act 2nd sg (doric) κρί̱θη , κριθάω to be barley fed pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 5κριθάρι — Ποώδες φυτό της οικογένειας των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα), του οποίου η επιστημονική ονομασία είναι Hordeum vulgare. Έχει ύψος περίπου 1 μ. και ισχυρούς, όρθιους και λεπτούς καλάμους, με μεγάλα μεσογονάτια διαστήματα. Τα φύλλα του είναι αραιά,… …

    Dictionary of Greek

  • 6κριθίδιον — (Α) [κριθή] (υποκορ. τού κριθή) 1. ζωμός από βρασμένο κριθάρι 2. (στον πληθ. τὰ κριθίδια λίγο κριθάρι …

    Dictionary of Greek

  • 7κριθίον — κριθίον, τὸ (Α) [κριθή] υποκορ. τού κριθή …

    Dictionary of Greek

  • 8χριθή — ἡ, Α κριθή, κριθάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. κριθή, με αφομοιωτική τροπή τού κλειστού κ στο αντίστοιχο δασύ χ ] …

    Dictionary of Greek

  • 9ячмень — м., род. п. еня, прилаг. ячменный, ячный, ячневый, укр. ячмiнь – то же, русск. цслав. ячьмы, род. п. ячьмене κριθή, ячьмыкъ – то же, ст. слав. ѩчьнѣнъ (Зогр., Ассем., из *ɪѧчьмен ; см. Мейе, Et. 437), ѩчьнъ (Мар.) κρίθινος, сербск. цслав.… …

    Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • 10Arcadocypriot Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group …

    Wikipedia