1κρητῆρες — κρατήρ mixing vessel masc nom/voc pl (epic ionic) …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
2ένθαπερ — ἔνθαπερ (Α) επίρρ. 1. (επιτ. τού ένθα) εκεί, όπου ακριβώς («κέεται δέ ὁ θρόνος οὑτος ἔνθαπερ oἱ τοῡ Γύγεω κρητῆρες», Ηρόδ.) 2. προς εκείνο το μέρος όπου («χώρει δ ἔνθαπερ κατέκτανες πατέρα τὸν ἐμόν», Σοφ.) …
Dictionary of Greek