κρησέρα
1κρησέρα — κρησέρᾱ , κρησέρα flour sieve fem nom/voc/acc dual κρησέρᾱ , κρησέρα flour sieve fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2κρησέρα — κρησέρα, ἡ (Α) βλ. κρησάρα …
3κρησέραν — κρησέρᾱν , κρησέρα flour sieve fem acc sg (attic doric aeolic) …
4κρησέρης — κρησέρα flour sieve fem gen sg (epic ionic) …
5κρησέρῃ — κρησέρα flour sieve fem dat sg (epic ionic) …
6κρίνω — (AM κρίνω, Μ και κρινίσκω) 1. νομίζω, θεωρώ, φρονώ (α. «έκρινε ότι δεν έχουμε δίκιο» β. «κρίνω σε νικᾱν», Αισχύλ.) 2. σχηματίζω γνώμη (α. «μην κρίνεις τους ανθρώπους από την εμφάνιση» β. «εξ ιδίων κρίνει τα αλλότρια» γ. «ἄκουσον και κρῑνον»,… …
7κρησάρα — η (Α κρησέρα, ιων. τ. κρησέρη, ελεατ. κραἅρα) λεπτό κόσκινο με το οποίο καθαρίζεται το αλεύρι από τα πίτουρα, αλλ. σήτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει επίθημα έρα (πρβλ. διφθ έρα, χολ έρα). Προβληματική παραμένει η προέλευση τού θ.… …
8κρησέριον — κρησέριον, τό (AM) [κρησέρα] μσν. λεπτό αλιευτικό δίχτυ αρχ. υποκορ. τού κρησέρα …
9κρησερίτης — κρησερίτης, ὁ (Α) φρ. «κρησερίτης ἄρτος» ψωμί παρασκευασμένο από λεπτοκοσκινισμένο αλεύρι, κρησαριστό ψωμί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρησέρα + κατάλ. ίτης (πρβλ. κλιβαν ίτης, φουρν ίτης)] …
10κυρσερίδες — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τὰ τῶν μελισσῶν ἀγγεῑα, κυψελίδες». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τη λ. κύρτος και, κατά μία άποψη, προήλθε από *κυρσέρα, με πιθ. επίδραση τού κρησέρα «κόσκινο»] …
- 1
- 2