κρην-ιάς
1ληιάς — ληϊάς, άδος, ἡ (Α) (ποιητ. θηλ. τού ληΐδιος] γυναίκα που έχει συλληφθεί αιχμάλωτη («ληϊάδας τε γυναῑκας», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ληΐη, ιων. τ. τού λεία, + επίθημα ιάς (κρην ιάς, ορεστ ιάς). Με την ίδια σημ. μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή ο τ.… …
2νησιάς — νησιάς, ἡ (Α) νησίδα, μικρό νησί, νησάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < νῆσος + επίθημα ιάς (πρβλ. κρην ιάς, ποντι ιάς)] …
3οινιάς — οἰνιάς, άδος, ἡ (Α) είδος άγριου περιστεριού, αλλ. οινάς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + κατάλ. ιάς (πρβλ. κρην ιάς)] …