κρεμαστήρ
1κρεμαστήρ — suspender masc nom sg …
2κρεμαστῆρα — κρεμαστήρ suspender masc acc sg …
3κρεμαστῆρας — κρεμαστήρ suspender masc acc pl …
4κρεμαστῆρες — κρεμαστήρ suspender masc nom/voc pl …
5κρεμαστῆρι — κρεμαστήρ suspender masc dat sg …
6κρεμαστῆρος — κρεμαστήρ suspender masc gen sg …
7κρεμαστῆρσιν — κρεμαστήρ suspender masc dat pl …
8κρεμαστήρων — κρεμαστήρ suspender masc gen pl …
9κρεμαστήρας — ο (AM κρεμαστήρ, ῆρος) 1. αυτός από τον οποίο είναι αναρτημένο κάτι 2. φρ. «κρεμαστήρ(ας) μυς τού όρχεως» σύνολο μικρών μυϊκών δεσμίδων που αποτελούν συνέχεια τού έσω λοξού κοιλιακού μυός και καταφύονται στον σπερματικό τόνο και, εν μέρει, στον… …
10коромысло — укр. коромисло, блр. коромисел. Польск. kоrоmуsɫо, koromesɫo заимств. из укр. Объяснение из корма, укр. кормига ярмо невероятно, вопреки Брюкнеру (257). Невозможно фонетически заимствование из греч. κρεμαστήρ крюк для котла (Мi. ЕW 131; Ляпунов,… …
- 1
- 2