κρεμαννύω

  • 1κρεμώ — και κρεμάζω και κρεμνώ, μέσ. παθ. κρεμώμαι και κρέμομαι και κρέμο(υ)μαι και κρεμ(ν)ιέμαι (AM κρεμῶ, άω και κρεμνῶ, άω και κρεμάζω, μέσ. παθ. κρέμομαι, Α και κρεμάννυμι και κρεμαννύω, επικ. τ. κρεμόω, Μ και κρεμμῶ, μέσ. παθ. κρέμομαι και κρέμουμαι …

    Dictionary of Greek

  • 2Вислоплодник — …

    Википедия

  • 3κρεμάννυμι — και κρεμαννύω (Α) βλ. κρεμώ …

    Dictionary of Greek

  • 4προκρεμμανύω — Α 1. κρεμώ μπροστά («προκρεμαννύειν σάκκους», Αιν. Τακτ.) 2. παθ. προκρέμαμαι κρέμομαι προς τα εμπρός, προεξέχω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κρεμαννύω «κρεμώ»] …

    Dictionary of Greek

  • 5ԿԱԽԵՄ — (եցի.) NBH 1 1034 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 10c, 11c, 12c, 13c, 14c ն. ԿԱԽԵՄ ԿԱԽԻՄ, կամ ԿԱԽԵԱԼ ԿԱՄ. ձ.չ. κρεμάω, ἑκκρεμάω, ομαι , κρεμαννύω, υμι suspendo, pendeo, dependeo եւն. Կապեալ թողուլ կամ մնալ ʼի բարձր… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)