-
1 крикливый
[κρικλίβυϊ] επ. κραυγαλέος, φωνακλάδικος -
2 крикливый
[κρικλίβυϊ] επ κραυγαλέος, φωνακλάδικος -
3 горластый
επ., βρ: -ласт, -а, -о. (απλ.) κραυγαλέος, βροντόφωνος, βροντόλαλος. || φωνασκός, φωνακλάς. -
4 крикливый
επ., βρ: -лив, -а, -о.1. κραυγαστής, φωνακλάς, φωνασκός.2. βροντερός, διαπεραστικός, διάτορος.3. μτφ. φανταχτερός, χτυπητός, εντυπωσιακός•-ая реклама φανταχτερή ρεκλάμα.
4. θορυβώδης• κραυγαλέος. || υβριστής.
См. также в других словарях:
κραυγαλέος — α, ο αυτός που κραυγάζει, που φωνάζει ή αποκαλύπτει, ο έντονος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-αλέος — Γλωσσ. κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας, που απαντά στα ομηρικά κείμενα και ιδιαίτερα στους μεταγενέστερους επικούς ποιητές. Στην αρχαία Ελληνική μαρτυρούνται συνολικά 112 περίπου επίθετα σε αλέος. Η κατάληξη δεν μαρτυρείται στην αττική διάλεκτο, η… … Dictionary of Greek
λαζοφαρδάτος — λαζοφαρδᾱτος, η, ον (Μ) κραυγαλέος, επιδεικτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται πιθ. με τη λ. λαζοφαρδεύω] … Dictionary of Greek