κρατώ κάποιον με τα

  • 1κρατώ — άω και έω (AM κρατῶ, έω, Α αιολ. τ. κρετέω) 1. βαστώ, πιάνω ή έχω κάτι στα χέρια μου (α. «μέ κράτησε από το χέρι και προχωρήσαμε» β. «πρόσεξέ τον, γιατί κρατάει περίστροφο» γ. «εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς», ΚΔ δ. «τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῡ… …

    Dictionary of Greek

  • 2κατέχω — (AM κατέχω) 1. έχω κάτι υπό την κατοχή μου, είμαι κύριος ενός πράγματος (α. «κατέχει το κτήμα» β. «κρατεῑν ὧν κατεσχήκασι κλήρων») 2. κρατώ υπό την εξουσία μου, εξουσιάζω (α. «ο εχθρός κατέχει την πόλη» β. «τὴν χρονώδη Θρῄκην κατέχει», Ευρ.) 3.… …

    Dictionary of Greek

  • 3συνέχω — ΝΜΑ [ἔχω] κρατώ σε σύνδεση, συγκρατώ νεοελλ. 1. (σχετικά με φόβο) διακατέχω (α. «τόν συνέχει φόβος» β. «συνέχεται από φόβο») 2. (το μεσ.) συνέχομαι αποτελώ συνέχεια άλλου, επικοινωνώ με άλλον (α. «συνεχόμενες κατοικίες» β. «συνεχόμενα δωμάτια»)… …

    Dictionary of Greek

  • 4απάγω — (AM ἀπάγω) [άγω] αρπάζω και κρατώ κάποιον αρχ. 1. οδηγώ μακριά και κρατώ («ἀπάγουσι βόας καὶ ἴφια μῆλα» κλέβουν βόδια και παχιά πρόβατα, Όμηρος) 2. αφαιρώ, μετακινώ («ἀπάγω τὸ ἱμάτιον τοῡ τραχήλου», Πλούταρχος) 3. οδηγώ μακριά, αποσύρω («ἀπάγω… …

    Dictionary of Greek

  • 5κατακρατώ — (AM κατακρατῶ, έω) νεοελλ. κρατώ κάποιον δια τής βίας και παρά τον νόμο ή έχω κάτι υπό την κατοχή μου χωρίς να έχω το δικαίωμα μσν. 1. καταβάλλω, νικώ 2. κρατώ κάτι στα χέρια μου για πολλή ώρα 3. συγκρατώ, εμποδίζω 4. κρατώ κάτι στη μνήμη μου,… …

    Dictionary of Greek

  • 6ερύκω — ἐρύκω, παράλλ. τύποι ἐρυκάνω, ἐρυκανῶ (Α) 1. συγκρατώ την ορμή ή την κίνηση κάποιου, αναχαιτίζω, σταματώ, περιορίζω («ἵππους... ἐρύκεμεν αὖθ’ ἐπὶ τάφρῳ», Ομ. Ιλ.) 2. (για στρατό) εμποδίζω από τη φυγή 3. (για εχθρό) ανακόπτω τον δρόμο 4. συγκρατώ …

    Dictionary of Greek

  • 7απελαύνω — (AM ἀπελαύνω) [ελαύνω] νεοελλ. απομακρύνω, εκτοπίζω κάποιον έξω από τα σύνορα της χώρας αρχ. Ι. 1. εκδιώκω κάποιον μακριά από έναν τόπο 2. εξορίζω κάποιον 3. κρατώ κάποιον σε απόσταση 4. εξαλείφω, αποσοβώ κάτι II. (αμτβ.) 1. αποχωρώ, απέρχομαι 2 …

    Dictionary of Greek

  • 8ζωοποιώ — (AM ζωοποιῶ, έω) [ζωοποιός] 1. δημιουργώ ζωή, δίνω ζωή, ζωογονώ, αναζωογονώ, κάνω κάποιον ζωντανό 2. ενισχύω κάποιον ηθικά, εμψυχώνω, τονώνω μσν. 1. αφήνω να ζήσει κάποιος, κρατώ κάποιον στη ζωή 2. μέσ. ζωοποιοῡμαι παίρνω ζωή 3. φρ. (για γυναίκα) …

    Dictionary of Greek

  • 9κουντούρι — το (Μ κουντούρι και κουντόρι) [κουντούρα] παπούτσι μσν. φρ. «κρατῶ κάποιον εἰς τὸ κουντόρι» ακολουθώ κάποιον κατά πόδας, παρακολουθώ κάποιον …

    Dictionary of Greek

  • 10χειροκρατώ — χειροκρατῶ, έω, ΝΜ, και χεροκρατώ Ν, και χειρακρατῶ Μ κρατώ κάποιον με το χέρι ή από το χέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + κρατῶ] …

    Dictionary of Greek