κρατηρίᾳ
1κρατηρίᾳ — κρατηρίᾱͅ , κρατηρία bowl fem dat sg (attic doric aeolic) …
2κρατηρία — κρατηρία, ἡ (Α) [κρατήρ] δοχείο για ανάμιξη φαρμάκων και άλλων ουσιών …
3κρατηρίας — κρατηρίᾱς , κρατηρία bowl fem acc pl κρατηρίᾱς , κρατηρία bowl fem gen sg (attic doric aeolic) …
4κρατηρίαν — κρατηρίᾱν , κρατηρία bowl fem acc sg (attic doric aeolic) …
5κρατηρίης — κρατηρία bowl fem gen sg (epic ionic) …