κρατερόχειρ
1κρατερόχειρ — κρατερόχειρ, ειρος, ὁ (Α) αυτός που έχει δυνατό χέρι, ισχυρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρατερός + χείρ, χειρός (πρβλ. αριστερό χειρ, μονό χειρ)] …
2κρατερόχειρ — masc/fem nom sg …
3κρατερός — I (; – 321 π.Χ.). Μακεδόνας στρατηγός. Αφού διέπρεψε ως διοικητής μονάδων στις μάχες του Γρανικού (334 π.Χ.) και της Ισσού (333), στην πολιορκία της Τύρου (332), στη μάχη των Γαυγαμήλων (331) και στην εισβολή στην Υρκανία (330), έγινε ο πιο… …