κραται-
1Κραταῖ' — Κραταιί , Κραταιίς mighty weight fem voc sg …
2κραταῖ' — κραταιά̱ , κραταιά fem nom/voc/acc dual κραταιά̱ , κραταιά fem nom/voc sg (attic doric aeolic) κραταιαί , κραταιά fem nom/voc pl κραταιί , κραταιίς mighty weight fem voc sg κραταιά , κραταιός strong neut nom/voc/acc pl κραταιά̱ , κραταιός strong… …
3Κράται — Κράτης masc nom/voc pl Κράτᾱͅ , Κράτης masc dat sg (doric aeolic) …
4κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… …
5μιαίνω — (ΑΜ μιαίνω) 1. (ιδίως με αίμα) κηλιδώνω, λερώνω, βρομίζω (α. «μίανε τα χέρια του με το αίμα τού δολοφονημένου» β. «τοὺς τῶν θεών βωμοὺς αἵματι μιαίνειν», Πλάτ.) 2. μτφ. ρυπαίνω, σπιλώνω, μολύνω κάποιον ηθικά («εὔφημον ἦμαρ οὐ πρέπει κακαγγέλῳ… …
6Crataeis — In Greek mythology, Crataeis (Κραται ίς, ίδος) was a nymph. According to Homer s Odyssey, Circe tells Odysseus that Crataeis is the mother and father of Scylla, the sea monster …
7κραταίβιος — κραταίβιος, ον (Α) ο ισχυρός με τη βία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κραται (< κράτος*) + βιος (< βία), πρβλ. πολύ βιος, υπέρ βιος] …
8κραταίβολος — κραταίβολος, ον (Α) αυτός που εξακοντίζεται με ορμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κραται (< κράτος*) + βολος (< βάλλω), πρβλ. ακρό βολος, ιχθύ βολος] …
9κραταίλεως — κραταίλεως, ων (Α) (για τόπο) αυτός που αποτελείται από σκληρούς λίθους, βραχώδης, πετρώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κραται (< κράτος*) + λεως (< λᾶας «λίθος»)] …
10κραταίπεδος — κραταίπεδος, ον (Α) αυτός που έχει σκληρό δάπεδο, σκληρό έδαφος («κραταίπεδον οὖδας» λιθόστρωτο έδαφος, Σχόλ. Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κραται (< κράτος*) + πεδος (< πέδον «πεδιάδα, έδαφος»), πρβλ. υψί πεδος, χαλκό πεδος] …