κραται-

  • 21πλατύπιλος — ον, Α (για καπέλο) αυτός που έχει πλατύ γύρο, μεγάλη περιφέρεια, πλατύγυρος («πλατύπιλος κυνῆ», Σχολ. Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * + πῖλος «καπέλο» (πρβλ. κραταί πιλος)] …

    Dictionary of Greek

  • 22χαλαίπους — ουν, Α αυτός που δεν μπορεί να βαδίσει σταθερά, που κουτσαίνει. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλαι (για τη μορφή βλ. λ. χαλώ) + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. κραταί πους] …

    Dictionary of Greek