κραται-

  • 11κραταίπιλος — κραταίπιλος, ον (Α) αυτός που έχει ισχυρό πίλο, δηλ. γερή εσωτερική επένδυση περικεφαλαίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κραται (< κράτος*) + πῖλος «καπέλο»] …

    Dictionary of Greek

  • 12κραταίπους — κραταίπους, ουν (Α) αυτός που έχει δυνατά πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κραται (< κράτος*) + πούς, ποδός (πρβλ. αρτί πους, ωκύ πους)] …

    Dictionary of Greek

  • 13κραταίρινος — κραταίρινος, ον (Α) αυτός που έχει σκληρό δέρμα, σκληρό όστρακο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κραται (< κράτος*) + ρινoς (< ῥινός «δέρμα ανθρώπου ή ζώων»), πρβλ. κοσκινό ρινος, οστρακό ρινος] …

    Dictionary of Greek

  • 14κραταιβάτης — κραταιβάτης, ου, δωρ. τ. κραταιβάτας, ὁ (Α) επιγρ. (ως επίθ. τού Διός) αυτός που προχωρεί με ισχυρά βήματα, που βαδίζει δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κραται (< κράτος*) + βάτης (< βαίνω), πρβλ. ορει βάτης, σχοινο βάτης] …

    Dictionary of Greek

  • 15κραταιγύαλος — κραταιγύαλος, ον (Α) αυτός που έχει καλά προσαρμοσμένα ημιθωράκια, ισχυρός («ἀσπίδες ὀμφαλόεσσαι θώρηκές τε κραταιγύαλοι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κραται (< κράτος*) + γύαλον «ημιθωράκιο»] …

    Dictionary of Greek

  • 16κραταιπαγής — κραταιπαγής, ές (Α) συμπαγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κραται (< κράτος*) + παγής (< θ. παγ , πρβλ. ἐ πάγ ην τού ρ. πήγνυμι), πρβλ. προσωπο παγής, χαλκο παγής] …

    Dictionary of Greek

  • 17κραταιός — ή, ό, θηλ. και ά (AM κραταιός, ά, όν, Α θηλ. και ή) 1. αυτός που έχει μεγάλη δύναμη, ισχυρός, δυνατός, ρωμαλέος (α. «κραταιή δυναστεία» β. «κραταιά αυτοκρατορία» γ. «θάνατος και μοῑρα κραταιή», Ομ. Ιλ. δ. «Τροίαν κραταιὸς Τελαμὼν πόρθησε», Πίνδ.… …

    Dictionary of Greek

  • 18λεύω — (Α) λιθοβολώ ή φονεύω με λιθοβολισμό (α. «πέτροις τε λεύει μνῆμα λάϊνον πατρός», Ευρ. β. «ἥδιστον δέ μοι τὸ κατθανεῑν ἦν καὶ τὸ λευσθῆναι πέτροις», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχει θεωρηθεί ως παρ. τού τ. λᾶας «λίθος» (λεύω < * λεύσ yω,… …

    Dictionary of Greek

  • 19λεώδης — (I) λεώδης, ῶδες (Α) [λεώς] δημώδης, κοινός. (II) λεώδης, ῶδες (Α) αυτός που λιθοβολείται, λιθόβλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λέως (< λᾶας «λίθος»), πρβλ. κραταί λεως] …

    Dictionary of Greek

  • 20μεγαλόπους — μεγαλόπους, ουν (Α) αυτός που έχει μεγάλα πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + πούς (πρβλ. κραταί πους)] …

    Dictionary of Greek