κραταιόγονον
1κραταιόγονον — κραταιόγονον, τὸ (Α) φυτό τού γένους πολύγονο …
2κραταιόγονον — willow weed neut nom/voc/acc sg …
3κραταιογόνου — κραταιόγονον willow weed neut gen sg …
4κραταίγονος — κραταίγονος, ἡ, και κραταίγονον, τὸ (Α) το κραταιόγονον* …