κραιπᾰλώδης
1κραιπαλώδης — given to drunkenness masc/fem acc pl (attic epic doric) κραιπαλώδης given to drunkenness masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) κραιπαλώδης given to drunkenness masc/fem nom sg …
2κραιπαλώδης — ες (Α κραιπαλώδης, ῶδες) αυτός που έχει παραδοθεί στη μέθη, ο μέθυσος. επίρρ... κραιπαλωδώς (Α κραιπαλωδῶς) με συμπεριφορά μεθυσμένου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κραιπάλη + κατάλ. ώδης] …
3κραιπαλῶδες — κραιπαλώδης given to drunkenness masc/fem voc sg κραιπαλώδης given to drunkenness neut nom/voc/acc sg …
4-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …
5κραιπάλη — η (AM κραιπάλη) υπερβολική μέθη («μήποτε βαρηθῶσιν ὑμῶν αἱ καρδίαι ἐν κραιπάλη καὶ μέθη καὶ μερίμναις βιοτικαῑς», ΚΔ) νεοελλ. 1. ακόλαστη ζωή 2. αλόγιστη σπατάλη αρχ. 1. κρασοκατάνυξη 2. πονοκέφαλος που οφείλεται σε υπερβολική οινοποσία («ὁκόσοι… …