κραδίᾳ
1κραδία — κραδίᾱ , καρδία heart fem nom/voc/acc dual κραδίᾱ , καρδία heart fem nom/voc sg (attic doric aeolic) κραδίᾱ , κραδίας curdled with fig juice masc nom/voc/acc dual κραδίας curdled with fig juice masc voc sg κραδίᾱ , κραδίας curdled with fig… …
2κραδία — κραδία, ἡ (Α) (δωρ. τ.) η καρδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καρδία] …
3κραδίᾳ — κραδίαι , καρδία heart fem nom/voc pl κραδίᾱͅ , καρδία heart fem dat sg (attic doric aeolic) κραδίαι , κραδίας curdled with fig juice masc nom/voc pl κραδίᾱͅ , κραδίας curdled with fig juice masc dat sg (attic doric aeolic) …
4κραδίας — κραδίᾱς , καρδία heart fem acc pl κραδίᾱς , καρδία heart fem gen sg (attic doric aeolic) κραδίᾱς , κραδίας curdled with fig juice masc acc pl κραδίᾱς , κραδίας curdled with fig juice masc nom sg (attic epic doric aeolic) …
5κραδίαν — κραδίᾱν , καρδία heart fem acc sg (attic doric aeolic) κραδίᾱν , κραδίας curdled with fig juice masc acc sg (attic epic doric aeolic) κραδίας curdled with fig juice masc acc sg …
6κραδίαι — καρδία heart fem nom/voc pl κραδίᾱͅ , καρδία heart fem dat sg (attic doric aeolic) κραδίας curdled with fig juice masc nom/voc pl κραδίᾱͅ , κραδίας curdled with fig juice masc dat sg (attic doric aeolic) …
7κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… …
8κραδιαίος — (I) κραδιαῑος, αία, ον (Α) [κραδία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καρδιά («κραδιαῑόν τι λόχευμα», Συνέσ.). (II) κραδιαῑος, αία, ον (Α) [κράδη] κατασκευασμένος από ξύλο συκιάς …
9λακτίζω — (AM λακτίζω) 1. χτυπώ με το πόδι, ιδίως με τη φτέρνα, χτυπώ με λακτίσματα, κλοτσώ («βοῡς ὁ λακτίσας ὑμᾱς», Ηρώνδ.) 2. μτφ. εκδιώκω κάποιον, περιφρονώ κάποιον μσν. (για ιππέα) παροτρύνω τον ίππο χτυπώντας τον με τον πτερνιστήρα ή με τη φτέρνα αρχ …