κραδαινόμενον ἐκ μέσου

  • 1μεσοπαλές — και μεσσοπαλές (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κραδαινόμενον ἐκ μέσου». [ΕΤΥΜΟΛ. Το ουδ. ενός αμάρτυρου επιθ. *μεσοπαλής < μεσ(ο) * + παλής (< πάλλω), πρβλ. ισο παλής, κληρο παλής (για τον τ. με δύο σσ βλ. λ. μέσος)] …

    Dictionary of Greek