κραβακτήριος

  • 1κραβακτήριος — κραβακτήριος, ία, ον (Μ) αυτός που ανήκει στο κρεβάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράβακτος ή < κράβακτον] …

    Dictionary of Greek

  • 2κράβατος — και κράββατος, ο (AM κράβατος και κράβαττος και κράβακτος, Α και κράββατος) ανάκλιντρο, κρεβάτι, ιδίως χαμηλό και στενό («ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει», ΚΔ) νεοελλ. μσν. φέρετρο αρχ. όργανο βασανισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Λαϊκή λ. πιθ. από την αρχ.… …

    Dictionary of Greek