κρίωμα
1κρίωμα — κρίωμα, τὸ (Α) 1. πολιορκητικός κριός 2. είδος πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + επίθημα ωμα (πρβλ. αέτ ωμα, ύβ ωμα)] …
2κριώματα — κρίωμα neut nom/voc/acc pl …
3κριός — I Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ., 53 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ορεστιάδος του νομού Έβρου. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νομού, 165 χλμ. ΒΑ της Αλεξανδρούπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τριγώνου. II (Αστρον.). Αστερισμός του βορείου… …