κρίν
1κρῖν' — κρῖνε , κρίνω separate pres imperat act 2nd sg κρῖναι , κρίνω separate aor imperat mid 2nd sg κρῖναι , κρίνω separate aor inf act κρῖνα , κρίνω separate aor ind act 1st sg (homeric ionic) κρῖνε , κρίνω separate aor ind act 3rd sg (homeric ionic)… …
2Κρίν' — Κρίνι , Κρίνις fem voc sg …
3κρίν' — κρίνα , κρίνον white lily neut nom/voc/acc pl …
4κισσάνθεμο — το (Α κισσάνθεμον) είδος κυκλάμινου αρχ. κισσάμπελος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + άνθεμον (< ἄνθεμον «άνθος»), πρβλ. κριν άνθεμον, μηλ άνθεμον] …
5κρίνω — (AM κρίνω, Μ και κρινίσκω) 1. νομίζω, θεωρώ, φρονώ (α. «έκρινε ότι δεν έχουμε δίκιο» β. «κρίνω σε νικᾱν», Αισχύλ.) 2. σχηματίζω γνώμη (α. «μην κρίνεις τους ανθρώπους από την εμφάνιση» β. «εξ ιδίων κρίνει τα αλλότρια» γ. «ἄκουσον και κρῑνον»,… …
6λωτόεις — λωτόεις, εσσα, εν (Α) κατάφυτος από λωτούς («πεδία λωτοῡντα» πεδιάδες κατάφυτες από λωτούς ή, κατ άλλους, θαλερές πεδιάδες, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λωτός + κατάλ. όεις, (πρβλ. αστερ όεις, κριν όεις)] …
7μονοβασικός — ή, ό χημ. όρος που χρησιμοποιείται στη χημεία για να χαρακτηρίσει τα βασικά άλατα που περιέχουν μία μόνο ρίζα υδροξυλίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. monobasique (< μον(ο) * + βασικός). Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Γ. Α. Κριν] …
8μυχόεις — μυχόεις, εσσα, εν (Α) αυτός που κρύβεται σε σκοτεινό μυχό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυχός + κατάλ. όεις (πρβλ. κριν όεις, λωτ όεις)] …
9παρασυνάπτομαι — Α συνάπτομαι, συνδέομαι με έναν αιτιώδη σύνδεσμο («[τῶν ἀξιωμάτων] τὰ μὲν συνημμένα, τὰ δὲ παρασυνημμένα τὸ μᾱλλον ἤ ἧττον παρασυνάπτονται», Κρίν. Στωικ.) …
10φράτρα — και φάτρα και ιων. τ. φρήτρη και φήτρη και δωρ. τ. πάτρα, ἡ, Α 1. (με πολιτική σημ.) αδελφότητα 2. (κατά τους ηρωικούς χρόνους) γένος, φυλή («κρῖν ἄνδρας... κατὰ φρήτρας, ὡς φρήτρη φρήτρῃφιν ἀρήγῃ», Ομ. Ιλ.) 3. (κατά τους ιστορικούς χρόνους)… …
- 1
- 2