κρίνων νείκεα πολλά

  • 1νείκος — νεῑκος, τὸ (Α) 1. έριδα, φιλονικία («οὐδὲν ἔτι πλέον ἐγένετο τούτων ἐς νεῑκος φέρον Ἴωσι», Ηρόδ.) 2. λογομαχία, ύβρη («Αἶαν νεῑκος ἄριστε, κακοφραδές», Ομ. Ιλ.) 3. δικαστικός αγώνας, διαφορά, φιλονικία σε δίκη («κρίνων νείκεα πολλά δικαζομένων… …

    Dictionary of Greek