κρίθινος
1κρίθινος — made of masc nom sg …
2κρίθινος — η, ο (AM κρίθινος, ίνη, ον) [κριθή] παρασκευασμένος από κριθάρι, κριθαρένιος (α. «κρίθινο ψωμί» β. «καὶ κρίθινον κόλλικα δούλιον χόρτον», Αθήν.) αρχ. φρ. α) «κρίθινος Δημοσθένης» παρωνύμιο τού ρήτορα Δεινάρχου β) «οἶνος κρίθινος» ο ζύθος, η μπίρα …
3κρίθινος — η, ο που έγινε από κριθάρι (κριθάλευρο), κριθαρένιος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4κριθίνων — κρίθινος made of fem gen pl κρίθινος made of masc/neut gen pl …
5κρίθινον — κρίθινος made of masc acc sg κρίθινος made of neut nom/voc/acc sg …
6κριθίνη — κρίθινος made of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
7κριθίνην — κρίθινος made of fem acc sg (attic epic ionic) …
8κριθίνης — κρίθινος made of fem gen sg (attic epic ionic) …
9κριθίνοις — κρίθινος made of masc/neut dat pl …
10κριθίνου — κρίθινος made of masc/neut gen sg …