κρέτος
1κρέτος — κρέτος, τὸ (Α) (αιολ. τ.) βλ. κράτος …
2κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… …
3kar-3, redupl. karkar- — kar 3, redupl. karkar English meaning: hard Deutsche Übersetzung: under likewise “hart” Material: O.Ind. karkara “rough, hard” = Gk. κάρκαροι τραχεῖς Hes., O.Ind. karkasa “rough, hard” (also karaka m., “hail”?); presumably Gk.… …