κρέασι
1κρέασι — κρέας flesh neut dat pl (epic) …
2LARUS — I. LARUS anex λαρὸς, ob suavitatem gustûs, quasi λίαν ὐρηρὼς τῇ ψυχῇ; an a λάλος, ob garrulitatem, clamosus ehim est; an quasi λαβρὸς, a vocandi impetu? Hebr. sachaph dicitur, a tabe. Nulla enim est avis molis ratione tam levis. Cum enim sit… …
3επεσθίω — ἐπεσθίω (Α) 1. τρώω κάτι μετά από κάτι άλλο ή μαζί με κάτι άλλο («κρέασι βοείοις χλωρὰ σῡκ ἐπήσθιεν», Ευρ.) 2. τρώω άπληστα 3. τρώω κάτι ως αντίδοτο 4. αναμασώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εσθίω «τρώγω»] …
4όψο — το (ΑΜ ὄψον) 1. έδεσμα, τροφή 2. καθετί που τρώγεται μαζί με το ψωμί ή το κυρίως φαγητό ως προσφάγι ή για να προκαλέσει τη διάθεση για πόση κρασίου («κρόμμυον ποτῷ ὄψον», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. το κρέας, σε αντιδιαστολή προς το ψωμί και τις άλλες… …