κράβατος
1κράβατος — και κράββατος, ο (AM κράβατος και κράβαττος και κράβακτος, Α και κράββατος) ανάκλιντρο, κρεβάτι, ιδίως χαμηλό και στενό («ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει», ΚΔ) νεοελλ. μσν. φέρετρο αρχ. όργανο βασανισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Λαϊκή λ. πιθ. από την αρχ.… …
2κράβατος — κράββατος grabattus masc nom sg …
3GRABATUR — apud Mart. l. 6. Epigr. 39. cuius Epigraphe in Cinnam. v. 4. Sed in grabatis tegetibusque concepti. Idem l. 4. Epigr. 53. cuius Epigraphe ad Cosmum v. 5. Cerea quem nudi tegit nxor abolla grabati. Graece κράβατος, lectus est pensilis, παρὰ τὸ… …
4κράβακτον — κράβακτον, τὸ (Μ) κράβατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράβακτος με αλλαγή γένους] …
5κράβακτος — κράβακτος, ὁ (AM) βλ. κράβατος …
6κράββατος — κράββατος, ὁ (Α) βλ. κράβατος …
7κραβάτιον — κραβάτιον, τὸ (Α) υποκορ. τού κράβατος* …
8κραβατάλιον — κραβατάλιον, τὸ (Α) το κρεβάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράβατος + κατάλ. άλιον] …
9φταρνίζομαι — και φτερνίζομαι και πταρνίζομαι και πτερνίζομαι Ν εκβάλλω απότομα και με θόρυβο αέρα από το στόμα και τη μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πτάρνυμαι, κατά τα ρ. σε ίζω, με ανομοιωτική τροπή τού κλειστού π στο διαρκές φ (πρβλ. κτίζω: χτίζω, πτερόν: φτερό) …