-
1 накупить
-уплю, -упишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. накупленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.μ.αγοράζω ψωνίζω (πολύ)•она -ла хлеба αυτή αγόρασε πολύ ψωμί•
он -ил ворох книг αυτός αγόρασε ένα σωρό βιβλία.
1. αγοράζω ψωνίζω πολύ.2. έρχομαι σε προστριβές, συμπλέκομαι, έρχομαι στα χέρια. -
2 накупать
накупатьнесов, накупить сов ἀγοράζω, κάνω προμήθειες:он накупил книг ἀγόρασε ἕνα σωρό βιβλία. -
3 рассрочка
-и θ.η δόση•он купил дачу с -ой платежа на два годэ αυτός αγόρασε έπαυλη με δόσεις σε δυό χρόνια•
в -у με δόσεις.
См. также в других словарях:
Λάτσης, Γιάννης — (Κατάκωλο Ηλείας 1910 – 2003). Εφοπλιστής και επιχειρηματίας. Σπούδασε στη σχολή πλοιάρχων του Εμπορικού Ναυτικού στον Πύργο. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του σε ένα εμπορικό φορτηγό που μετέφερε σταφίδα στην Ιταλία, φτάνοντας έως τον βαθμό του… … Dictionary of Greek
Μιαούλης, Ανδρέας — (Ύδρα 1769 – Αθήνα 1835). Ναύαρχος της Επανάστασης του 1821. Από μικρός ασχολήθηκε με ναυτικά επαγγέλματα, δέκα χρονών δούλευε στο πλοίο ενός θείου του και στα δέκα έξι του έγινε κυβερνήτης του οικογενειακού τους λατινάδικου (σιταγωγού). Έξυπνος … Dictionary of Greek
Μιχαλαριάς, Σταύρος — (Αθήνα 1943 –). Συντηρητής και έμπορος έργων τέχνης. Ασχολήθηκε με την εκμάθηση τεχνικών της βυζαντινής αγιογραφίας σε νεαρή ηλικία και το 1960 ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως συντηρητής τέχνης στο Βυζαντινό Μουσείο. Έπειτα από πέντε χρόνια, με… … Dictionary of Greek
Χαροκόπος, Παναγής — Επιχειρηματίας και πολιτευτής. Καταγόταν από την Κεφαλονιά. Από νεαρή ηλικία έφυγε από την πατρίδα του και πήγε στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί στη Ρουμανία, όπου ασχολήθηκε με τις γεωργικές επιχειρήσεις. Εκεί, σημείωσε τόση επιτυχία στην… … Dictionary of Greek
Elena Paparizou — Infobox musical artist Name = Elena Paparizou Img capt = Elena Paparizou at the Mad Music Video Awards 2008 Img size = Landscape = Background = solo singer Birth name = Elena Paparizou Alias = Helena Paparizou Born = birth date and age|1982|1|31… … Wikipedia
αψώνιστος — η, ο 1. αυτός που δεν ψωνίστηκε, που δεν αγοράστηκε 2. εκείνος που δεν ψώνισε, που δεν αγόρασε ψώνια 3. (για πόρνη) αυτή που δεν βρήκε πελάτη … Dictionary of Greek
γέρος — ο (θηλ. γριά, η) 1. άνθρωπος πολύ προχωρημένης ηλικίας, ηλικιωμένος 2. ο γέροντας πατέρας 3. ο ηλικιωμένος σύζυγος 4. στον πληθ. οι γέροι οι γονείς 5. παροιμ. α) «ο γέρος κι αν στολίζεται, στον ανήφορο γνωρίζεται» όσο κι αν κρύβει κάποιος την… … Dictionary of Greek
εκνίκηση — η (AM ἐκνίκησις) υπερίσχυση, επικράτηση μσν. νεοελλ. η αφαίρεση τής νομής πράγματος από τον αγοραστή του επειδή κάποιος τρίτος έχει νομικό δικαίωμα ισχυρότερο από αυτόν που τό αγόρασε … Dictionary of Greek
επίκουρος — (Σάμος ή Αθήνα 341 π.Χ. – Αθήνα 270 π.Χ.). Φιλόσοφος. Παρακολούθησε τη διδασκαλία του πλατωνικού Παμφίλου, του Ξενοκράτη, του περιπατητικού Πραξιφάνη, ύστερα του Ναυσιφάνη, μαθητή του Δημόκριτου, και του Πύρρωνα, κάθε φορά ανάλογα με τον τόπο… … Dictionary of Greek
ευχή — και ευχή, η (ΑΜ εὐχή) 1. έκφραση ζωηρής επιθυμίας να γίνει κάτι, παράκληση 2. ευλογία («δος μου σέ παρακαλώ με σπλάχνος την ευκή σου», Ερωτόκρ.) νεοελλ. μσν. 1. προσευχή, παράκληση που απευθύνεται στον Θεό με σκοπό ευχαριστήριο, ικετήριο ή… … Dictionary of Greek
ισολογισμός — Λογιστικό έγγραφο, που παρουσιάζει την περιουσιακή κατάσταση μιας επιχείρησης ή ενός προσώπου σε μια ορισμένη χρονική στιγμή. ι. επιχείρησης. Ο ι. επιχείρησης είναι το λογιστικό έγγραφο που απεικονίζει την περιουσιακή κατάσταση μιας επιχείρησης… … Dictionary of Greek