κοῡρος
1κούρος — Μαρμάρινο αναθηματικό ή επιτύμβιο άγαλμα της μνημειακής ελληνικής αρχαϊκής πλαστικής, που απεικονίζει νέους σε όρθιο γυμνό. Ο εικαστικός τύπος του κ., εμπνευσμένος από αιγυπτιακά πρότυπα, εμφανίζεται όρθιος, μετωπικός, με φαρδείς ώμους, λεπτή… …
2κοῦρος — κόρος 2 boy masc nom sg (epic ionic) κοῦρος boy masc nom sg …
3κούρος — ο 1. νεανίας. 2. αρχαϊκό άγαλμα νέου άντρα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4Κούρος, Γιάννης — (Τρίπολη 1956 –). Υπερμαραθωνοδρόμος αθλητής. Κατέχει τα ρεκόρ απόστασης για τις 12, 24 και 48 ώρες, τις 6 ημέρες, ενώ έχει τρέξει ταχύτερα από οποιονδήποτε άλλο άνθρωπο τα 1.000 χλμ. Η σχέση του με τους δρόμους μεγάλων αποστάσεων ξεκίνησε το… …
5Μουσείο, Αρχαιολογικό Θήβας — Το Μουσείο της Θήβας (Θρεψιάδου 1, πλατεία Κεραμοπούλου) στεγάζει μια αντιπροσωπευτική συλλογή ευρημάτων του νομού Βοιωτίας, που καλύπτουν χρονικά όλη την περίοδο της πλούσιας προϊστορίας και ιστορίας αυτού του σημαντικού για την ιστορία της… …
6Μουσείο, Εθνικό Αρχαιολογικό (Αθηνών) — Το κτίριο της οδού Πατησίων 44 που στεγάζει το μεγαλύτερο μουσείο της χώρας άρχισε να χτίζεται το 1866, υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Παναγή Κάλκου, σε σχέδια του Ludwig Lange. Η αποπεράτωση της πρώτης οικοδομικής φάσης, με ορισμένες… …
7Σάμος — I Αρχαίος επιγραμματοποιός (3ος αι. π.Χ.). Ηταν γιος του Χρυσόγονου, του συμβούλου του βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππου E’. Επειδή απόφευγε να κολακεύει το βασιλιά Φίλιππο, ο τελευταίος διέταξε να τον θανατώσουν (204 π.Χ.). Σύμφωνα με μαρτυρίες… …
8ημίκουρος — ἡμίκουρος, ον (Α) πάπ. κουρεμένος εν μέρει ή κακώς, μισοκουρεμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + κουρος (< κουρά), πρβλ. αμφί κουρος, νεό κουρος] …
9ημιονόκουρος — ἡμιονόκουρος, ὁ (Α) αυτός που κουρεύει τους ημιόνους, που περιποιείται τα μουλάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημίονος + κουρος (< κουρά), πρβλ. ά κουρος, αμφί κουρος] …
10μεσόκουρος — μεσόκουρος, ον (Α) αυτός που έχει κουρεμένο το μέσο τού κεφαλιού του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + κουρος (< κουρά), πρβλ. αμφί κουρος, ημί κουρος] …