κούρᾳ
1κουρά — κουρά̱ , κουρά cropping fem nom/voc/acc dual (attic ionic) κουρά̱ , κουρά cropping fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) κουράς painting on a ceiling fem voc sg …
2κούρα — κούρᾱ , κόρη girl fem nom/voc/acc dual (epic ionic) κούρᾱ , κόρη girl fem nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) …
3κουρᾷ — κουρά cropping fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …
4κούρᾳ — κούρᾱͅ , κόρη girl fem dat sg (attic epic doric ionic aeolic) …
5κουρά — I (Kura). Ποταμός (1.530 χλμ.) της νοτιοδυτικής Ασίας, που διαρρέει την Τουρκία, τη Γεωργία και το Αζερμπαϊτζάν. Πηγάζει από τα όρη Κισιριντάγι στη βορειοανατολική Τουρκία, και εκβάλλει στην Κασπία θάλασσα, νότια του Μπακού. Έχει έκταση λεκάνης… …
6κούρα — I (Kura). Ποταμός (1.530 χλμ.) της νοτιοδυτικής Ασίας, που διαρρέει την Τουρκία, τη Γεωργία και το Αζερμπαϊτζάν. Πηγάζει από τα όρη Κισιριντάγι στη βορειοανατολική Τουρκία, και εκβάλλει στην Κασπία θάλασσα, νότια του Μπακού. Έχει έκταση λεκάνης… …
7κούρα — η (λ. ιταλ.) 1. ιατρική περίθαλψη, δίαιτα, νοσηλεία: Κάνω κούρα. 2. ιατρική επίσκεψη: Χρωστάω στο γιατρό πέντε κούρες …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
8κουρᾶ — κουρεύς barber masc acc sg (attic) …
9κουράων — κουρά̱ων , κόρη girl fem gen pl (epic ionic aeolic) κουρά̱ων , κουρά cropping fem gen pl (attic epic ionic aeolic) …
10κουρᾶι — κουρᾷ , κουρά cropping fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …