κοίης

  • 1Κοίης — και Κόης, ὁ (Α) ὁ ιερέας τών μυστηρίων τής Σαμοθράκης. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κοιάζω] …

    Dictionary of Greek

  • 2κοίης — κέω to lie down pres opt act 2nd sg κοία fem gen sg (epic ionic) κοῖος fem gen sg (epic ionic) κοί̱ης , ποῖος of what kind? fem gen sg (epic ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3Кей — У этого термина существуют и другие значения, см. Кей (значения). Древнегреческая мифология Титаны (доолимпийские боги и богини) титаны: Гиперион, Иапет, Кей, Криос, Кронос, Океан титаниды: Мнемозина, Рея, Тейя, Тефида, Феба …

    Википедия

  • 4κοιάζω — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ενεχυράζω». [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖον «ενέχυρο». Παραγωγό του είναι το κοιακτήρ, που εμφανίζει και παράλληλο τ. κοακτήρ. Η εναλλαγή οι / ο εμφανίζεται και στο συγγενές κοίης* / κόης, που μπορεί επίσης να θεωρηθεί παρ. τού κοῖον] …

    Dictionary of Greek

  • 5κοιόλης — και κοίολις, ὁ (Α) κατά τον Ησύχ. και το λεξ. Σούδα) ιερέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοίης «ιερέας» + όλης (πρβλ. μαιν όλης)] …

    Dictionary of Greek

  • 6keu-1, skeu-, lengthened grade kēu- —     keu 1, skeu , lengthened grade kēu     English meaning: to notice, observe, feel; to hear     Deutsche Übersetzung: “worauf achten (beobachten, schauen)”, dann “hören, fũhlen, merken”     Note: heavy basis kou̯ǝ ; s extension keu s ; about… …

    Proto-Indo-European etymological dictionary