κούρης ἄπ

  • 11τεκμαίρομαι — ΝΜΑ (και ενεργ τακμαίρω Α [τέκμαρ] από ορισμένα σημεία πράγματα κρίνω, συνάγω συμπέρασμα για κάτι (α. «δεν τεκμαίρεται το άλλοθί του» β. «τὴν ἀνάστασιν ἐτεκμήραντο», Ευστ. γ. «προσβάσεις τεκμαίρεται πύργων ἄνω τε κάτω τε τείχη μετρῶν», Ευρ. δ.… …

    Dictionary of Greek

  • 12τηλεκλειτός — και τηλεκλητός, ή, όν, θηλ. και ός Α αυτός τού οποίου το κλέος, η φήμη φθάνει μακριά, ένδοξος, ξακουστός (α. «Φοίνικος κούρης τηλεκλειτοῑο», Ομ. Ιλ. β. «τηλεκλειτόν τ Ἐφιάλτην», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε) * + κλειτός (Ι) «ένδοξος» (πρβλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 13Σωτηριάνικα — Ημιορεινός οικισμός (189 κάτ., υψόμ. 320), στην επαρχία Καλαμών του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (293 κάτ., 9 τ.χλμ.), στην οποία υπάγονται και οι οικισμοί Δροσοπηγή (6 κάτ., υψόμ. 290), Χαραυγή (63 κά*., υψόμ. 300) και… …

    Dictionary of Greek