κοφινώδης

  • 1κοφινώδης — κοφινώδης, ῶδες (Α) αυτός που μοιάζει με κοφίνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόφινος + κατάλ. ώδης (πρβλ. ερεβ ώδης, πορ ώδης)] …

    Dictionary of Greek

  • 2κοφινῶδες — κοφινώδης like a basket masc/fem voc sg κοφινώδης like a basket neut nom/voc/acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3κόφινος — ο (Α κόφινος) μεγάλο καλάθι, κοφίνι («οὔπω νοεῑτε, οὐδὲ μνημονεύετε τοὺς πέντε ἄρτους τῶν πεντακισχιλίων καιὶ πόσους κοφίνους ἐλάβετε;», ΚΔ) αρχ. βοιωτικό μέτρο χωρητικότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., την οποία με… …

    Dictionary of Greek