κουτί
1κουτί — το (Μ κουτί) κατασκεύασμα από ξύλο, μέταλλο, χαρτί κ.ά. ύλες σε σχήμα κυρίως ορθογώνιου παραλληλεπιπέδου, μέσα στο οποίο τοποθετούνται ή συσκευάζονται διάφορα πράγματα νεοελλ. φρ. α) «έγινε τού κουτιού» ντύθηκε πολύ κομψά και στολίστηκε β) «κουτί …
2κουτί — το 1. κιβωτίδιο, θήκη. 2. φέρετρο, κάσα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3κοὔτι — οὔτι , οὔτι in no wise indeclform (adverb) οὔτι , οὔτις no one neut nom/voc/acc sg …
4μαύρο κουτί — (flight recorder). Ειδική συσκευή, η οποία καταγράφει διάφορα στοιχεία μιας αεροπορικής πτήσης, όπως για παράδειγμα της κατεύθυνσης, της ταχύτητας, του υψομέτρου και άλλων ενδείξεων οργάνων, και των συνομιλιών του πληρώματος σε πραγματικό χρόνο.… …
5συντεχνία — Εμπορική και βιοτεχνική ένωση του Μεσαίωνα, στην οποία ανήκαν όλοι όσοι ασκούσαν την ίδια οικονομική δραστηριότητα, με σκοπό την προάσπιση κοινών συμφερόντων. Οι σ. υπήρξαν ιδιαίτερα πολυάριθμες και ανθηρές μεταξύ 12ου και 14ου αι. Οι ρίζες των σ …
6καφεκούτι — το 1. δοχείο στο οποίο τοποθετείται και προφυλάσσεται από την υγρασία και τους ρύπους ο καφές, καφετιέρα 2. μτφ. γυναίκα που έχει γεράσει πρόωρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καφές + κούτι (< κουτί), πρβλ. σπιρτο κούτι, τσιγαρο κούτι] …
7κίστη — Καλάθι ή κιβώτιο κυλινδρικού σχήματος το οποίο χρησιμοποιούσαν κατά την αρχαιότητα. Η κ. ήταν κατασκευασμένη είτε από κλαδιά πλεγμένα μεταξύ τους είτε από ξύλο ή μέταλλο ή ελεφαντόδοντο. Χρησίμευε για τη φύλαξη λαχανικών, καρπών και άλλων τροφών …
8έρχομαι — και έρχουμαι (AM ἔρχομαι) 1. κατευθύνομαι ή πλησιάζω σε κάποιον τόπο ή σε κάποιον πρόσωπο (α. «καὶ ἐπὶ πόλιν δυνατωτάτην νῡν ἐρχόμεθα», Θουκ. β. «τον είδα νά ΄ρχεται προς το μέρος μου») 2. επιστρέφω, γυρίζω πίσω (α. «οὔτ΄ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον… …
9αδράνεια — Η αντίδραση που προβάλλει ένα σώμα σε κάθε μεταβολή της κατάστασής του, είτε από ηρεμία σε κίνηση, είτε από κίνηση σε ηρεμία. Οι συνήθεις εκφράσεις α. ενός σώματος και κίνηση από την α. χρησιμοποιούνται όταν θέλουμε να εκφράσουμε: στην πρώτη… …
10κούτα — η μεγάλο κουτί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτί + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. καλύβ α, κουτάλ α)] …