κουτί
81Φλέμινγκ, Αλεξάντερ — (Fleming, Λόκφιλντ, Eϊρσάιρ 1881 – Λονδίνο 1955). Άγγλος γιατρός μικροβιολόγος. Εργάστηκε σχεδόν αποκλειστικά στο Κέντρο Εμβολίων του νοσοκομείου Saint Mary του Λονδίνου και σε αυτό έκανε τις πιο σημαντικές παρατηρήσεις του: το 1922 ανακάλυψε τη… …
82cutie — CUTÍE, cutii, s.f. 1. Obiect de lemn, de metal, de carton etc. în formă de cub, de paralelipiped etc., gol în interior, în care se păstrează sau care protejează diverse lucruri. ♢ expr. (Scos) ca din cutie = foarte îngrijit îmbrăcat sau prezentat …
83καφεκούτι — το κουτί του καφέ, καφετιέρα: Ρίξε μέσα καφέ από το καφεκούτι …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
84καψούλι — το 1. μικρή σωληνοειδής θήκη που περιέχει φάρμακο κακής γεύσης. 2. μικρή μεταλλική θήκη που στον πυθμένα της φέρνει πυροκροτική ύλη: Αγόρασε ένα κουτί καψούλια για το όπλο του …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
85πακέτο — το (λ. ιταλ.) 1. κουτί από χαρτόνι: Δώστε μου ένα πακέτο τσιγάρα. 2. συσκευασία πραγμάτων σε δέμα σχετικά μικρό: Κατά τις μέρες των εκπτώσεων οι γυναίκες είναι φορτωμένες με πακέτα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
86πυξίδα — η 1. θήκη από ξύλο πυξαριού, αλλ. κουτί. 2. η θήκη της μαγνητικής βελόνης ή και τα δυο μαζί ως ενιαίο όργανο, αλλ. μπούσουλας …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
87σαρδελοκούτι — το ιού, κουτί μικρό στο οποίο βάζουν σαρδέλες …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
88σπιρτοθήκη — η κουτί σπίρτων …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
89ταμπόν — το άκλ., και ταμπόνι, το ιού (λ. γαλλ.) 1. τάπα, στούπωμα. 2. συσκευή με απορροφητικό χαρτί, στυπόχαρτο, που ξεραίνει τη νωπή μελάνη. 3. κουτί με ύφασμα ποτισμένο με ειδική μελάνη, για να μελανώνουμε τη σφραγίδα. 4. συγκρουστήρας βαγονιού,… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)