κουτί

  • 71Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …

    Dictionary of Greek

  • 72Λανγκ, Τζέσικα — (Jessica Lange, Μινεσότα 1949 –). Αμερικανίδα ηθοποιός του κινηματογράφου. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της γενέτειράς της, αλλά από πολύ νωρίς την κέρδισε η υποκριτική. Στη δεκαετία του 1960 ασπάστηκε το κίνημα των χίπις και πέρασε αρκετό διάστημα… …

    Dictionary of Greek

  • 73Λόρελ, Σταν — (Stan Laurel, Ούλβερστον, Αγγλία 1890 – 1965). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Βρετανού ηθοποιού, σεναριογράφου και παραγωγού του κινηματογράφου Άρθουρ Στάνλεϊ Τζέφερσον (Arthur Stanley Jefferson). Προερχόμενος από οικογένεια ηθοποιών, πραγματοποίησε… …

    Dictionary of Greek

  • 74Μαμελούκοι — (από το αραβικό μαμλούκ = δούλος). Ονομασία στρατιωτικής κάστας αποτελούμενης από δούλους, σωματοφυλακής των σουλτάνων της Αιγύπτου αρχικά (9ος αι.), και της δυναστείας την οποία δημιούργησαν αποκτώντας αργότερα την εξουσία (12ος 19ος αι.). Η… …

    Dictionary of Greek

  • 75Μουσείο, Αρχαιολογικό Πόλης Χρυσοχού (Κύπρου) — Το μουσείο εγκαινιάστηκε τον Νοέμβριο του 1998 ως το τελευταίο από τα έξι συνολικά επαρχιακά αρχαιολογικά μουσεία της Κύπρου (λεωφόρος Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’). Περιλαμβάνει ευρήματα από την περιοχή της αρχαίας πόλης του Μαρίου, η οποία τον 3ο… …

    Dictionary of Greek

  • 76Μπρουκς, Λουίζ — (Louise Brooks, Αμερική 1906 – 1985). Αμερικανίδα ηθοποιός, συγγραφέας και κριτικός. Ξεκίνησε ως χορεύτρια σε διάσημα σχήματα των αρχών του προηγούμενου αιώνα για να περάσει στον κινηματογράφο και να χαρακτηρίσει την γενιά της ως μια από τις… …

    Dictionary of Greek

  • 77Νταγκέρ, Λουί Ζακ Μοντέ — (Louis Jacques Mande Daguerre, Κορμέιγ 1789 – Μπρι σιρ Μαρν 1851). Γάλλος ζωγράφος και φυσικός, ένας από τους εφευρέτες της φωτογραφίας. Στην αρχή ασχολήθηκε με τη διακοσμητική, το θέατρο, τη σκηνογραφία και εφηύρε το διόραμα, μοναδικό είδος… …

    Dictionary of Greek

  • 78Ουστίνοφ, Πίτερ — (Sir Peter Ustinov, 1921 –). Βρετανός ηθοποιός, νοβελίστας και θεατρικός συγραφέας. Από τις χαρισματικές και υπερδραστήριες προσωπικότητες της γενιάς του, σπούδαζε στο London Theatre Studio και ήταν μόλις 20 ετών όταν έπαιζε παράλληλα σε θέατρο… …

    Dictionary of Greek

  • 79Πιραντέλο, Λουίτζι — (Pirandello, Ακράγας 1867 – Ρώμη 1936). Ιταλός θεατρικός συγγραφέας και μυθιστοριογράφος. Αντίθετα προς τη θέληση του πατέρα του, διάλεξε τις κλασικές σπουδές και παρακολούθησε πανεπιστημιακά μαθήματα φιλολογίας πρώτα στο Παρίσι και ύστερα στη… …

    Dictionary of Greek

  • 80πυξίς (-ίδα) — Π. ονομαζόταν αρχικά στην αρχαία Ελλάδα,το μικρό κουτί από ξύλο πύξου που χρησιμοποιούσαν οι γιατροί για να αποθηκεύουν και να διατηρούν τις αλοιφές τους. Αργότερα ονομαζόταν έτσι κάθε είδους κιβώτιο που χρησίμευε για την τοποθέτηση κοσμημάτων… …

    Dictionary of Greek