κουτί

  • 51σκίραφος — ὁ, Α 1. κουτί με το οποίο ανακάτευαν και έριχναν τα ζάρια 2. μτφ. απάτη, δόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Έχει προταθεί η σύνδεση τής λ. με τον τ. κίραφος «αλεπού», λόγω τού ερμηνεύματος που παραδίδει ο Ησύχιος στον τ. ἀλωπεκίζω «απατώ». Απίθανη …

    Dictionary of Greek

  • 52σκρίνιο — Είδος επίπλου που χρησιμοποιείται για τη φύλαξη πολύτιμων πραγμάτων. Επίσης είδος γραφείου. Ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη scrinium. Στο Βυζάντιο ονόμαζαν σ., στον πληθυντικό, τα δημόσια γραφεία καθώς και εκείνα που λειτουργούσαν στα… …

    Dictionary of Greek

  • 53σμηματοδοκίς — ίδος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) κουτί για τοποθέτηση απορρυπαντικής αλοιφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμῆμα, ήματος + δοκίς (< δοκος < δέχομαι)] …

    Dictionary of Greek

  • 54σμηματοθήκη — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) κουτί για τοποθέτηση απορρυπαντικής αλοιφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμῆμα, ήματος + θήκη] …

    Dictionary of Greek

  • 55σπιρτοκούτι — και σπιρτόκουτο, το, Ν κουτί με σπίρτα, το οποίο έχει τις πλάγιες επιφάνειες επικαλυμμένες με ειδικό επίχρισμα ώστε να ανάβει το σπίρτο όταν τριφθεί …

    Dictionary of Greek

  • 56σπονδείον — και σπονδῆον και σπονδήϊον και σπενδεῑον, τὸ, Α 1. σκύφος, αγγείο, χρυσή φιάλη που έφεραν οι σπονδοφόροι όταν ανήγγελλαν τη σπονδή 2. κουτί με άνοιγμα στο επάνω μέρος για τη συγκέντρωση χρηματικών προσφορών 3. περικοπή τού «πυθικού νόμου».… …

    Dictionary of Greek

  • 57συγγλωσσόκομον — το, Μ κιβώτιο, κασέλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + γλωσσόκομον «κιβώτιο, κουτί»] …

    Dictionary of Greek

  • 58συγκύτιο — το, Ν 1. βιολ. κύτταρο με πολλούς ανεξάρτητους πυρήνες, με κοινό όμως κυτταρόπλασμα, αλλ. συγκυτιακό κύτταρο ή πλασμώδιο 2. ανατ. κυτταροπλασματική μάζα με πολλούς πυρήνες, χωρίς κυτταρικά όρια, προϊόν συντήξεως κυττάρων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ.,… …

    Dictionary of Greek

  • 59ταμπόν — το, Ν 1. βύσμα από χαρτί ή άλλο υλικό, τάπα 2. συσκευή από ξύλο ή μέταλλο εφοδιασμένη με απορροφητικό χαρτί για το στέγνωμα τού μελανιού νωπών χειρογράφων, το στουπωτήρι 3. ορθογώνιο αβαθές κουτί με χοντρό ύφασμα ποτισμένο με ειδική μελάνη που… …

    Dictionary of Greek

  • 60τζαζ — (jazz). Είδος μουσικής που εμφανίστηκε στις ΗΠΑ κατά τα τέλη του 19ου αι.· λαϊκής καταγωγής αρχικά και για πολύ καιρό, διαδόθηκε κυρίως στις νότιες Πολιτείες και ιδιαίτερα στη Νέα Ορλεάνη, μεγάλο ποτάμιο λιμάνι στον Ατλαντικό, στις εκβολές του… …

    Dictionary of Greek