κουτί

  • 41ξετυλίγω — και ξετυλίζω και ξετυλίσσω 1. ξεκουθαριάζω νήμα, εκτυλίσσω 2. ξεδιπλώνω κάτι τυλιγμένο ή συσκευασμένο σε πακέτο, αφαιρώ το περιτύλιγμα («ξετύλιξε το κουτί να δούμε τι έχει μέσα») 3. μέσ. ξετυλίγομαι μτφ. (για οδό, τοπίο, θέαμα ή για… …

    Dictionary of Greek

  • 42ξυράφι — Όργανο που χρησιμοποιείται για το ξύρισμα, κυρίως του ανδρικού προσώπου. Το ξυράφι αποτελείται συνήθως από μία χαλύβδινη λεπίδα μήκους περίπου 10 εκατ. και πλάτους περί τα 2 εκατ. Ένα από τα δύο χείλη της λεπίδας έχει λειανθεί με ακόνισμα για να… …

    Dictionary of Greek

  • 43ορειβάσια — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… …

    Dictionary of Greek

  • 44ορειβασία — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… …

    Dictionary of Greek

  • 45πακέτο — το 1. δέμα διαφόρων αντικειμένων τακτοποιημένων και περιτυλιγμένων με χαρτί 2. κουτί καπνού ή τσιγάρων 3. (για προτάσεις, απόψεις, όρους κ.λπ.) ενιαίο σύνολο («στο πακέτο για τις βάσεις πρέπει να συμπεριληφθούν και οι ρυθμίσεις για το χρέος»).… …

    Dictionary of Greek

  • 46πανδώρα — I Δίτομο μουσικό βιβλίο, που περιέχει τραγούδια τονισμένα με βυζαντινή παρασημαντική. Στον πρώτο τόμο περιέχονται βυζαντινά δημοτικά τραγούδια και στον δεύτερο αραβοπερσικά. Τα τραγούδια αυτά μεταφέρθηκαν από την αρχαία παρασημαντική στη νεότερη… …

    Dictionary of Greek

  • 47παρακούτι — το ιδιαίτερο εσωτερικό χώρισμα σε κασέλες παλιού τύπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κουτί] …

    Dictionary of Greek

  • 48πουδροθήκη — η, Ν θήκη ή κουτί που περιέχει πούδρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούδρα + θήκη] …

    Dictionary of Greek

  • 49προοπτική — Στη γεωμετρία, η μέθοδος παράστασης των σχημάτων του χώρου με την προβολή τους σε ένα επίπεδο (σχέδιο) από ένα σημείο (κέντρο προβολής είτε όψης). Τέχνη. Mέχρι τον Μεσαίωνα ο λατινικός όρος perspectiva σήμαινε οπτική. Μόνο οι Φλωρεντινοί ζωγράφοι …

    Dictionary of Greek

  • 50σαρδελοκούτι — το, Ν μεταλλικό κουτί, κονσέρβα από σαρδέλες …

    Dictionary of Greek