κουτί

  • 21αλαβαστοθήκη — ἀλαβαστοθήκη, η (Α) 1. σκεύος για τη φύλαξη αλαβάστρινων κοσμημάτων 2. μικρό κουτί, κουτάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < (ἀλάβαστος + θήκη] …

    Dictionary of Greek

  • 22αχάνη — ἀχάνη, η (Α) 1. περσικό και βοιωτικό μέτρο ισοδύναμο με 45 μεδίμνους 2. κιβώτιο, κουτί. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. δάνεια λ. < (ακκαδ.) hanū < (αιγυπτ.) hn «κιβώτιο, μπαούλο»] …

    Dictionary of Greek

  • 23βαρόμετρο — Όργανο για τη μέτρηση της ατμοσφαιρικής πίεσης. Το πρώτο β. το επινόησε ο Ιταλός Τοριτσέλι, στην προσπάθειά του να εξηγήσει γιατί οι αναρροφητικές αντλίες δεν μπορούν να ανεβάσουν το νερό πάνω από ένα ορισμένο ύψος. Το υδραργυρικό β. του… …

    Dictionary of Greek

  • 24γλωσσόκομον — γλωσσόκομον, το (AM) κιβώτιο, κουτί αρχ. 1. κιβώτιο ή θήκη για φύλαξη χρημάτων ή πολύτιμων αντικειμένων 2. φέρετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + κομον < κομώ «φροντίζω για κάτι, περιποιούμαι»] …

    Dictionary of Greek

  • 25εκκαυματοθήκη — η δερμάτινο κουτί όπου τοποθετούν τα εκκαύματα …

    Dictionary of Greek

  • 26θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… …

    Dictionary of Greek

  • 27θησαυρός — Ο συσσωρευμένος πλούτος, σε χρήματα ή τιμαλφή. (Αρχαιολ.) Κτίριο των αρχαίων ελληνικών ιερών, ειδικά κατασκευασμένο για τη φύλαξη των πολύτιμων ή λατρευτικών αντικειμένων. Στους μυκηναϊκούς χρόνους οι θ. ήταν υπόγεια οικοδομήματα, ειδικά… …

    Dictionary of Greek

  • 28κάμψα — Αρχαία μικρή πόλη στη δυτική ακτή της Χαλκιδικής. Από εκεί πέρασε ο στόλος του Ξέρξη κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του προς την Ελλάδα. Ίσως ονομαζόταν και Καναστραία. Έχουν διασωθεί ασημένια νομίσματα του 480 π.Χ. Αναφέρεται επίσης και ως… …

    Dictionary of Greek

  • 29κάπηλος — (I) ο (AM κάπηλος, ὁ Α και κάπηλος, ἡ) 1. ο ταβερνιάρης, ο κάπελας («περιῄεις ἄπαντας ἐν κύκλῳ τοὺς ἐν τῇ πόλει καπήλους ἀπογευόμενος καὶ παραβάλλων καὶ ἀντεξετάζων τοὺς οἴνους», Λουκιαν.) 2. αυτός που χρησιμοποιεί ή εκμεταλλεύεται κάτι με… …

    Dictionary of Greek

  • 30καπελιέρα — η κουτί από δέρμα, ξύλο ή χαρτόνι για τη φύλαξη ή μεταφορά καπέλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. capelliera] …

    Dictionary of Greek