κουρεῖον)
1κούρειον — κούρειον, τὸ (Α) [κουρά] το πρόβατο που θυσιαζόταν από τον πατέρα ο οποίος οδηγούσε το παιδί του στους φράτερες, μόλις αυτὸ γινόταν τριών ή τεσσάρων ετών, για να εγγραφεί στη φρατρία κατά την κουρεώτιδα ημέρα, την τρίτη τών Απατουρίων …
2κουρεῖον — barber s shop neut nom/voc/acc sg …
3κούρειον — κούρεῑον , κουρεῖον barber s shop neut nom/voc/acc sg …
4κουρεῖα — κουρεῖον barber s shop neut nom/voc/acc pl …
5κουρείο — Το κατάστημα του κουρέα, γνωστό και ως κομμωτήριο. Ο κουρέας ή κομμωτής αναφέρεται και με την ονομασία μπαρμπέρης, λέξη ιταλικής προέλευσης, από την οποία αντίστοιχα και το κ. ονομάζεται μπαρμπέρικο. Τα σύγχρονα πολυτελή κ., και ιδιαίτερα των… …
6РУССКИЙ УКАЗАТЕЛЬ СТАТЕЙ — Абант Άβας Danaus Абанты Άβαντες Абарис Άβαρις Абдера Abdera Абдулонома Абдул Abdulonymus Абелла Abella Абеллинум Abellinum Абеона Abeona Абидос или Абид… …
7EPHEBI — apud Athenienses dicti sunt, qui nomina sua inter Ephebos, i. e. puberes, profitebantur: cuius professionis annus legitimus erat aetatis decimus octavus. Pollux l. 8. c. 9. καὶ εἰς μὲν τοὺς Ε᾿φήβους εἰσῄεσαν εντωκαίδεκα ἔτη γενόμενοι. Cuius… …
8Κουρέων — και Κουρηϊών, ῶνος, ὁ (Α) ονομασία ενός μήνα στη Μαγνησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κούρειον + κατάλ. ών (που απαντά συχνά σε ονομασίες μηνών), πρβλ. Καλαμαι ών, Ληναι ών] …
9Κουρεώτις — Αρχαία αθηναϊκή γιορτή, κατά την οποία τα αγόρια γράφονταν στις φατρίες. Η γιορτή αυτή γινόταν την τρίτη ημέρα των Aπατουρίων (βλ. λ.) και οι πατέρες των παιδιών προσέφεραν τότε τη λεγόμενη θυσία του κουρείου. * * * Κουρεῶτις, ιδος, ἡ (Α) η τρίτη …
10κουρά — I (Kura). Ποταμός (1.530 χλμ.) της νοτιοδυτικής Ασίας, που διαρρέει την Τουρκία, τη Γεωργία και το Αζερμπαϊτζάν. Πηγάζει από τα όρη Κισιριντάγι στη βορειοανατολική Τουρκία, και εκβάλλει στην Κασπία θάλασσα, νότια του Μπακού. Έχει έκταση λεκάνης… …
- 1
- 2