-
1 κουρεύω
[курэво] р. стричь,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κουρεύω
-
2 остричь
-игу, -ижшь, -игут, παρλθ. χρ. остриг-ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. остриженный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ.ψαλιδίζω, κόβω•остричь ветки κλαδεύω•
остричь ногти κόβω τα νύχια.
|| κουρεύω•остричь волосы κόβω τα μαλλιά, κουρεύω•
пришл домой -жен ήρθε στο σπίτι κουρεμένος•
остричь овец κουρεύω τα πρόβατα.
он -гся в парикмахерской αυτός κουρεύτηκε στο κουρείο. -
3 стричь
стригу, стрижшь, стригут, παρλθ. χρ. стриг, -ла, -ло, μτχ. ενεστ. стригущий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. стриженный, βρ: -жен,. -а, -оεπιρ. μτχ. δεν έχει•ρ.δ.μ.1. κουρεύω•стричь волсы κουρεύω τα μαλλιά•
стричь овец κουρεύω τα πρόβατα.
2. κόβω• κλαδεύω• κοσίζω•стричь нокти κόβω τα νύχια•
стричь картон κόβω μικρά τεμάχια το χαρτόνι•
стричь кусты κλαδεύω τους θάμνους•
стричь траву κόβω (κοσίζω) το χόρτο.
εκφρ.стричь купоны – ζω από τα ενοίκια περιουσίας, γης•стричь ушами – κουνώ μπρος-πίσω τα αυτιά (για άλογο).1. κουρεύομαι.2. κόβομαι• κλαδεύομαι. -
4 стричь
стричь κουρεύω; \стричь волосы κόβω τα μαλλιά \стричься κόβω τα μαλλιά μου, κουρεύομαι* * *стричь во́лосы — κόβω τα μαλλιά
-
5 перестричь
-игу, -ижшь, -игут, παρλθ. χρ. перестриг, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перестриженный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.1. ξανακουρεύω.2. κουρεύω (όλους, πολλούς)•всех овец κουρεύω όλα τα πρόβατα.
3. κόβω.1. ξανακουρεύομαι.2. κουρεύομαι, (για όλους. πολλούς). -
6 подстричь
ρ.σ.μ. κουρεύω, παίρνω λίγο• κόβω, κοντεύω•подстричь волосы κουρεύω λίγο τα μαλλιά•
подстричь ногти κοντεύω τα νύχια.
|| κλαδεύω, ψαλιδίζω.κουρεύομαι λίγο. -
7 простричь
ρ.σ.μ.1. κουρεύω κατά λωρίδες.2. κουρεύω (για ένα χρον. διάστημα). -
8 состригать
κόβω, κουρεύω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > состригать
-
9 стричь
1. (растения) κλαδεύω (напр. газон) κόβω 2. (животных) κουρεύω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > стричь
-
10 выстригать
выстригатьнесов, выстричь сов κουρεύω, κόπτω, κόβω. -
11 остригать
остригатьнесов κόβω, ψαλιδίζω:\остригать волосы κουρεύω, κόβω τά μαλλιά. -
12 отстригать
отстригатьнесов, отстричь сов κουρεύω (или κόβω) τά μαλλιά. -
13 подстригать
подстригатьнесов, подстричь сов κουρεύω, κόβω (волосы, ногти) / κλαδεύω (деревья). -
14 стричь
стричьнесов κουρεύω (волосы; тж. животных)/ κόβω (ногти)/ κλαδεύω (деревья)· ◊ \стричь всех под одну́ гребенку βάζω ὀλους στό ίδιο σακί. -
15 остригать
[αστριγκάτ*] ρ. κόβω, κουρεύω, ψαλιδιάζω -
16 отстригать
[*][ατσρίγκάτ') ρ. κουρεύω -
17 стричь
[στρίτς"] ρ. κουρεύω -
18 остригать
[αστριγκάτ'] ρ κόβω, κουρεύω, ψαλιδιάζω -
19 отстригать
[ατσρίγκάτ'] ρ κουρεύω -
20 стричь
[στρίτς"] ρ κουρεύω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κουρεύω — κουρεύω, κούρεψα βλ. πίν. 17 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κουρεύω — (Μ κουρεύω) [κουρεύς] 1. κόβω τα μαλλιά ή τα γένεια κάποιου 2. κόβω το τρίχωμα ζώων («τα πρόβατα κουρεύονται και το τυρί ζυγιέται», Πολίτ.) νεοελλ. 1. φρ. α) «άσ τον να κουρεύεται» μην τού δίνεις σημασία, μην τόν υπολογίζεις β) «άντε κουρέψου» ή… … Dictionary of Greek
κουρεύω — κούρεψα, κουρεύτηκα, κουρεμένος 1. κόβω τα μαλλιά, κάνω τον κουρέα. 2. για τα ζώα, κόβω το τρίχωμα. 3. φρ., «Aς πάει να κουρεύεται» δηλώνει αδιαφορία ή περιφρόνηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποθερίζω — (AM ἀποθερίζω) νεοελλ. ολοκληρώνω, τελειώνω το θέρισμα μσν. (αόρ. ἀπέθριξα, μέσ. ἀποθρίξασθαι κουρεύω σύρριζα, κείρω μοναχό, κουρεύω για να περιβληθεί το μοναχικό σχήμα (αρχ) 1. αποκόπτω 2. θερίζω, σκοτώνω … Dictionary of Greek
αποκείρω — ἀποκείρω (AM) [κείρω] 1. κουρεύω 2. εκκλ. κουρεύω δόκιμο μοναχό κατά την περιβολή του μοναχικού σχήματος αρχ. 1. κόβω τελείως, κατακόπτω 2. καταστρέφω, τσακίζω … Dictionary of Greek
αποκουρεύω — (Μ ἀποκουρεύω) νεοελλ. αποτελειώνω το κούρεμα, κουρεύω εντελώς μσν. κουρεύω σε τελετή δόκιμο μοναχό για να περιβληθεί το μοναχικό σχήμα … Dictionary of Greek
κείρω — (ΑΜ κείρω, Α ιων. τ. κερέω) κόβω τα μαλλιά, κουρεύω μσν. συλλέγω, μαζεύω αρχ. 1. ξυρίζω, κόβω τις τρίχες σύρριζα 2. (σε μεγάλο πένθος) κόβω τα μαλλιά μου για να εκδηλώσω τη θλίψη μου 3. ληστεύω, αρπάζω 4. αποκόπτω, αποτέμνω 5. δρέπω 6. ερημώνω… … Dictionary of Greek
λήνος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 408 κάτ.) στη πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 14 χλμ. Δ της Κομοτηνής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σώστου. * * * λῆνος, τὸ (Α) 1. έριο, μαλλί 2. δίχτυ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ … Dictionary of Greek
πέκω — και πείκω Α 1. κουρεύω ζώο 2. (μέσ. και παθ.) πέκομαι και πείκομαι κουρεύομαι 3. φρ. «χαίτην πέκομαι» χτενίζω την κόμη (Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πέκω (και πείκω με έκταση για μετρικούς λόγους) ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *pek t «μαδώ, τραβώ μαλλιά» και… … Dictionary of Greek
παρακουρεύω — ΝΑ νεοελλ. κουρεύω ή κλαδεύω υπερβολικά, περισσότερο από το κανονικό αρχ. κουρεύω άσχημα … Dictionary of Greek
περικείρω — ΝΜΑ κουρεύω ολόγυρα μσν. 1. φονεύω, αποδεκατίζω («τὰ νῶτα τῆς Ῥωμαίων δυνάμεως περικείροντος», Θεοφύλ. Σιμ.) 2. μτφ. διαστρέφω, διαφθείρω («περικείρει τὸ εἰωθός», Μητρόφ.) αρχ. 1. μτφ. κατασκάβω, κατακρημνίζω («τῶν Ἐκβατάνων ἀκρόπολιν περικείρας» … Dictionary of Greek