-
1 κουρασμένος
[куразмэнос] ас. усталый, утомленный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κουρασμένος
-
2 немного
немного λίγο, λιγάκι· \немного раньше λίγο νωρίτερα· я \немного устал είμαι λίγο κουρασμένος· \немного фруктов λίγα φρούτα* * *λίγο, λιγάκιнемно́го ра́ньше — λίγο νωρίτερα
я немно́го уста́л — είμαι λίγο κουρασμένος
немно́го фру́ктов — λίγα φρούτα
-
3 усталый
-
4 усталый
устал||ыйприл κουρασμένος, κατάκοπος:\усталыйый голос ἡ κουρασμένη φωνή· смертельно \усталыйый ψόφιος ἀπ· τήν κούραση· у вас \усталыйый вид φαίνεστε κουρασμένος. -
5 утомлённый
επ. από μτχ.κουρασμένος, κατάκοπος, καταβλημένος•-ые лошади κουρασμένα άλογα•
утомлённый человек κουρασμένος άνθρωπος•
утомлённый вид κουρασμένη όψη•
-ое лицо καταβλημένο πρόσωπο.
-
6 загианнцый
загианнцый1. прич. от, загнать·2. прил (обессилевший, измученный) κουρασμένος, ἐξαντλημένος, ταλαιπωρημένος / κυνηγημένος (о звере):\загианнцыйая лошадь λαχανιασμένο ἄλογο·3. прил (забитый) κατατρεγμένος, τυραννισμένος. -
7 несвежий
несвеж||ийприл1. μπαγιάτικος / μη φρέσκος, χαλασμένος (начавший портиться)·2. (о виде чего-л.) κουρασμένος, ἐξαντλημένος, κομμένος (о человеке)/ φορεμένος, βρώμικος (о вещи):\несвежийая рубашка τό φορεμένο πουκάμισο. -
8 утомленный
утом||ленныйприч. и прил κουρασμένος, κατάκοπος. -
9 усталый
[ουστάλυΐ] εκ. κουρασμένος -
10 утомлённый
[συταμλιόννυΐ] μτχ.Ι επ. κουρασμένος -
11 усталый
[ουστάλυϊ] επ κουρασμένος -
12 утомлённый
[συταμλιόννυϊ] μτχΙ επ κουρασμένος -
13 усталый
επ. (κυρλξ. κ. μτφ.) κουρασμένος, αποσταμένος, καταβλημένος, αποκαμωμένος•путешественник αποσταμένος οδοιπόρος•
-ое лицо κουρασμένο πρόσωπο•
-ые глаза κουρασμένα μάτια•
усталый вид κουρασμένη όψη.
-
14 устаток
-тка (устатоктку) α. (απλ.) βλ. усталость• с -тку με κούραση, κουρασμένος•без -тка χωρίς κούραση, ακούραστα.
-
15 ходьба
-ы θ.πεζοπορεία, βάδισμα, περπάτημα• ποδαρόδρομος•утомленный -ой κουρασμένος από το βάδισμα•
он с утра в -е αυτός από το πρωί είναι στο πόδι.
См. также в других словарях:
άμοχθος — η, ο (Α ἄμοχθος, ον) ο απαλλαγμένος από κόπους ή φροντίδες νεοελλ. αυτός που γίνεται δίχως πολύ μόχθο, εύκολος, άκοπος αρχ. 1. απρόθυμος σε κόπους, φυγόπονος 2. ο μη κουρασμένος, ο ξεκούραστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μόχθος. ΠΑΡ. αρχ. ἀμοχθεί] … Dictionary of Greek
αλίκμητος — (I) η, ο (Α ἀλίκμητος, ον) αυτός που δεν λιχνίστηκε, ο αλίχνιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + λικμῶ) ( άω) «λιχνίζω»]. (II) ἁλίκμητος, ον (Α) ο κουρασμένος, ο βασανισμένος από τη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + κμητὸς < κάμνω… … Dictionary of Greek
βραδύς — εία, ύ (AM βραδύς, εῑα, ύ) αργός, μη ταχύς αρχ. 1. (για τον νου) αργός, αργόστροφος 2. διστακτικός, αναποφάσιστος 3. το ουδ. ως ουσ. η βραδύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βραδύς ανήκει μορφολογικά στα επίθετα σε ύς, πρβλ. βραδύς, ταχύς, ωκύς κ.ά. Εάν γίνει… … Dictionary of Greek
επίκοπος — η, ο (AM ἐπίκοπος, ον) [επικόπτω] νεοελλ. κουρασμένος αρχ. μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπίκοπον το επικόπανο* αρχ. 1. αυτός που κόπηκε 2. (για δέντρο) κλαδεμένος 3. (για χαράγματα σε νομίσματα) αυτός που χτυπήθηκε, τυπώθηκε δύο φορές (γιατί την πρώτη … Dictionary of Greek
κακόπαθος — η, ο (Α κακόπαθος, ον) δυστυχής, άθλιος, ταλαίπωρος («κακόπαθος βίος», Διον. Αλ.) νεοελλ. κουρασμένος από δυστυχίες και στερήσεις αρχ. 1. (για έργο) αυτός που γίνεται με κόπο, επίμοχθος («κακόπαθος κατασκευή», Φίλ.) 2. (για πρόσ.) ανθεκτικός στην … Dictionary of Greek
καματηρός — ή, ὁ (Α καματηρός, ά, όν) αυτός που προκαλεί κάματο, επίπονος, κοπιαστικός («καματηρὸν τὸ ἄρχειν» Αριστοτ.) αρχ. 1. καταπονημένος, τσακισμένος απ την κούραση, πολύ κουρασμένος («τοὺς μὲν καματηροὺς τῶν ἀνδρῶν», Ηρόδ.) 2. ο εργαζόμενος σε… … Dictionary of Greek
κατάκοπος — η, ο (Α κατάκοπος, ον) αυτός που είναι πάρα πολύ κουρασμένος, ο αποκαμωμένος, ο εξαντλημένος («ἀνεπαύσαντο κατάκοποι τῷ σώματι», ΠΔ) αρχ. κοπιαστικός, επαχθής. επίρρ... κατάκοπα κουρασμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατακόπτω «κουράζω, εξαντλώ»] … Dictionary of Greek
κατάπονος — κατάπονος, ον (Α) 1. καταπονημένος, κουρασμένος, κατάκοπος 2. εξασθενημένος, εξαντλημένος 3. (για ποίηση ή έργα τέχνης) επεξεργασμένος 4. επίπονος, κουραστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πονος (< πόνος), πρβλ. επί πονος, σύμ πονος] … Dictionary of Greek
κοπιάζω — (Μ κοπιάζω) 1. καταβάλλω κόπο, μοχθώ, κουράζομαι («κόπιασε πολύ για να μεγαλώσει τα παιδιά της») 2. πηγαίνω κάπου νεοελλ. φρ. α) (η προστακτική φιλοφρονητικά) i) «κοπιάστε να φάμε» ελάτε να φάμε ii) «κόπιασε μέσα» πέρασε, έλα μέσα β) (η… … Dictionary of Greek
κοπώδης — κοπώδης, ες (Α) [κόπος] 1. αυτός που προξενεί κόπο, κοπιαστικός, επίπονος 2. (με γεν.) αυτός που προξενεί πόνο σε κάτι («κοπώδης υποχοδρίων», Ιπποκρ.) 3. μτφ. ενοχλητικός, φορτικός, βαρύς («πυρετοὶ κοπώδεις» Ιπποκρ.) 4. (με παθ. σημ.)… … Dictionary of Greek
κόβω — και κόπτω και κόβγω και κόφτω (AM κόπτω, Μ και κόβω) 1. αφαιρώ κάτι με οξύ ή κοφτερό όργανο, αποκόπτω (α. «τού έκοψαν το πόδι» β. «κόψε μου ένα μήλο απ τη μηλιά» γ. «κεφαλήν δ ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς κόψεν Ὀιλιάδης», Ομ. Ιλ. δ. «περιεσταύρωσαν αὐτοῖς… … Dictionary of Greek