Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

κουνιάδος

См. также в других словарях:

  • κουνιάδος — και κονιάδος, ο, θηλ. κουνιάδα 1. αδελφός ή αδελφή τού ή τής συζύγου, ανδράδελφος ή γυναικάδελφος, ανδραδέλφη ή γυναικαδέλφη 2. ο σύζυγος τής αδελφής, γαμπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. cognado < ιταλ. cognato < λατ. cognatus «συγγενής»] …   Dictionary of Greek

  • κουνιάδος — ο θηλ. κουνιάδα (λ. ιταλ.), αδελφός ή αδελφή του συζύγου, αντράδελφος, αδελφός ή αδελφή της συζύγου, γυναικάδελφος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Δάειρα — και Δαῑρα, η (Α) αυτή που κατέχει τη γνώση (επίθ. τής Περσεφόνης στην Αθήνα). [ΕΤΥΜΟΛ. θηλυκό όνομα σε ειρα (πρβλ. αντιάνειρα, κυδιάνειρα κ.ά.), τού οποίου η ακριβής σημασία είναι άγνωστη. Υποστηρίχτηκε ότι συνδέεται με το δαήναι (απαρμφ. τού αορ …   Dictionary of Greek

  • έτης — ἔτης, ὁ (Α) I. στον πληθ. oἱ ἔται 1. οικείοι, συγγενείς, δικοί, τα μέλη μεγάλης οικογένειας («ἀμύνων σοῑσιν ἔτῃσιν», Ομ. Ιλ.) 2. συνέστιοι φίλοι (αλλά συνδυάζεται και με άλλες λέξεις που δηλώνουν συγγένεια) (α. «παῑδές τε κασίγνητοί τε ἔται τε»,… …   Dictionary of Greek

  • δαήρ — (δαέρος), ο (Α) ο αδελφός τού συζύγου, κουνιάδος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αρχαία λέξη που δηλώνει συγγένεια και που συνδέεται με αντίστοιχες ινδοευρ. λέξεις, όπως αρχ. ινδ. devar, λατ. lēvir (μεταπλασμένο κατά το vir), αρμ. taygr, λιθ. diever is,… …   Dictionary of Greek

  • κηδεστής — ο (Α κηδεστής, οῡ, δωρ. τ. καδεστάς) συγγενής εξ επιγαμίας, εξ αγχιστείας, πλάγιος συγγενής, όχι εξ αίματος αρχ. (ειδικότερα) 1. γαμπρός, σύζυγος τής θυγατέρας ή τής αδελφής («ἐπεθύμησε Διός γενέσθαι κηδεστής» θέλησε [ο Πάρις] να γίνει γαμπρός… …   Dictionary of Greek

  • κουνιάδα — η βλ. κουνιάδος …   Dictionary of Greek

  • κουνιάδια — τα περιλπτ. τ. τού κουνιάδος …   Dictionary of Greek

  • κουνιαδάκι — και κουνιάδι, το υποκορ. τού κουνιάδος …   Dictionary of Greek

  • λεβιρατικός — ή, ό (Α λεβιρατικός, ή, όν) φρ. «λεβιρατικός γάμος» ο γάμος χήρας με τον ανδράδελφό της, που γινόταν συνήθως από τους Ιουδαίους και πολλούς άλλους αρχαίους λαούς, στην περίπτωση που η χήρα παρέμενε χωρίς αρσενικό παιδί από τον γάμο της με τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»