κουνέλι
1κουνέλι — Κοινή ονομασία του είδους Οryctolagus cuniculus, μοναδικού αντιπροσώπου του γένους του, της οικογένειας των leporidae. Πρόκειται για λαγόμορφο θηλαστικό, το οποίο, σε άγρια κατάσταση, ζει μέσα σε υπόγειες, διακλαδιζόμενες φωλιές, με στοές που… …
2κουνέλι — το (λ. ιταλ.), το γνωστό ζώο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3κούνελος — Ακρωτήριο της Πελοποννήσου, στο νοτιότερο όριο του Κυπαρισσιακού κόλπου. Οι αρχαίοι Έλληνες το ονόμαζαν Κυπαρίσσιον άκρον ή Πλαταμώδης άκρα. * * * ο [κουνέλι] αρσενικό κουνέλι …
4κόνικλος — ο (Α κόνικλος και κύνικλος) κουνέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cuniculus «κουνέλι»] …
5αιμολυτικός ορός — Ορός αίματος ζώου που περιέχει σημαντικές ποσότητες αιμολυσινών, δραστικών εναντίον ερυθρών αιμοσφαιρίων συγκεκριμένου ζωικού είδους. Ο α.ο. που χρησιμοποιείται συνήθως είναι ο αντιπροβάτειος. Για να τον παρασκευάσουμε κάνουμε διαδοχικές… …
6λαγίδες — (leporidae). Οικογένεια θηλαστικών της τάξης των λαγομόρφων, που περιλαμβάνει περίπου 54 είδη. Στην οικογένεια αυτή ανήκουν ο λαγός και το κουνέλι. Πρόκειται για μικρά, φυτοφάγα ζώα με ωοειδές κεφάλι, μακριά αφτιά και ενισχυμένο το πάνω χείλος… …
7κουνελάκι — το υποκορ. του κουνέλι μικρό κουνέλι …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
8Agathonisi — Gemeinde Agathonisi Δήμος Αγαθονησίου (Αγαθονήσι) …
9Drakoneres — Lage der einzelnen Inseln Nördliche Echinaden (Drakoneres) und der Hafen von Astakos aus einem Flugzeug ges …
10Echinaden (Inselgruppe) — Lage der einzelnen Inseln …