κουνέλι
31Ντίσνεϊ, Γουόλτ — (Walt Disney, Σικάγο 1901 – Μπέρμπανκ 1966). Αμερικανός δημιουργός κινούμενων σχεδίων και κινηματογραφικός παραγωγός. Αφού άσκησε πρώτα διάφορα επαγγέλματα, παρακολούθησε μαθήματα στην Ακαδημία Τέχνης του Σικάγου και από το 1919 έως το 1922… …
32Σκρόφες — Ομάδα μικρών νησιών του Ιονίου, νότια συστάδα των Εχινάδων. Τα νησιά αυτά ονομάζονται Σκροφούλα, Βρωμόνα ή Πρόμπονας ή Βρώμονας, Κουνέλι, Μακρύ και Οξυά. Με την ίδια ονομασία λέγονται και μερικά βραχονήσια ανάμεσα στη Σαλαμίνα και την Ψυττάλεια… …
33cuneală — cuneálă s.f. (înv.) iepure de casă. Trimis de blaurb, 02.05.2006. Sursa: DAR cuneálă (cunéli), s.f. – Iepure. ngr. ϰουνέλι, din it. coneglio. sec. XVIII, înv. Trimis de blaurb, 14.11.2008. Sursa: DER …
34κούνελος — ο θηλ. κουνέλα κουνέλι …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
35κόνικλος — ο το κουνέλι …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
36μασουλίζω — μασούλισα, και μασουλώ μασούλησα, τρώω κάτι σιγά και χωρίς σταμάτημα: Το κουνέλι μασούλησε ένα καρότο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
37τρωκτικός — ή, ό 1. που τρέφεται με σκληρές τροφές τις οποίες κόβει με τα δόντια του, που ροκανίζει με τα δόντια τις τροφές του. 2. το ουδ. πληθ. ως ουσ., τρωκτικά θηλαστικά που με τους ισχυρούς κοφτήρες των δοντιών τους ροκανίζουν τις σκληρές τροφές τους… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)