-
1 крендель
-
2 калачик
-а α.κουλουράκι.-омεπίρ.σαν κουλουράκι. -
3 баранка
баранкаж1. τό κουλουράκι, τό σιμίτι;2. (руля) разг τό τιμόνι αὐτοκινήτου, τό βολάν. -
4 крендель
крендел||ьм τό κουλούρι, τό κουλουράκι· ◊ свернуться \крендельем γίνομαι κουβάρι, κουλουριάζομαι. -
5 сушка
сушкаж1. (действие) ἡ ξήρανσις (овощей, фруктов)/ τό στέγνωμα (белья, одежды)·2. (баранка) τό ξερό κουλουράκι. -
6 баранка
[μπαράνκα] ουσ θ. κουλουράκι -
7 баранка
[μπαράνκα] ουσ θ. κουλουράκι -
8 бублик
-а α.κουλουράκι, σιμιτάκι. -
9 кренделёк
-лька α. κουλουράκι σχήματος „Β ή „8. -
10 сушка
-и, γεν. πλθ. -шек θ.1. ξήρανση, στέγνωμα•сушка белья στέγνωμα των ρούχων•
-льна ξήρανση του λιναριού•
сушка плодов и овощи ξήρανση καρπών και λαχανικών.
2. ξηρό κουλουράκι.
См. также в других словарях:
κουλουράκι — το υποκορ. του κουλούρι μικρό κουλούρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κολλίκιος — κολλίκιος, ία, ον (AM) [κόλλιξ] το ουδ. ως ουσ. τὸ κολλίκιον μικρό κουλούρι, κουλουράκι αρχ. αυτός που μοιάζει με κόλλικα, με κουλούρι … Dictionary of Greek
κουλλουρίτσιν — κουλλουρίτσιν, τὸ (Μ) κουλουράκι … Dictionary of Greek