-
1 κουβέρτα
[кувэрта] ουσ. Θ. покрывало.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κουβέρτα
-
2 одеяло
-
3 покрывало
покрывало с το κάλυμμα* το (κλινο)σκέπασμα, η κουβέρτα (для постели)* * *сτο κάλυμμα; το (κλινο)σκέπασμα, η κουβέρτα ( для постели) -
4 одеяло
одеялос ἡ κουβέρτα:стеганое \одеяло τό πάπλωμα, τό ἐφάπλωμα· шерстяное \одеяло ἡ μάλλινη κουβέρτα -
5 одеяло
-а ουδ.κλινοσκέπασμα, κουβέρτα•стганное одеяло το πάπλωμα•
шерстяное одеяло μάλλινη κουβέρτα βελέντζα.
-
6 палуба
мор. το κατάστρωμαразг. η κουβέρτα (ξεν.)настилать - у (επι)στρώνω το - (π.χ. με ξυλεία)верхняя / нижняя - твиндечная - άνω/κάτω - του κουραδόρουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > палуба
-
7 закрывать
закрыватьнесов1. κλείνω, σφαλίζω, σφαλῶ / σκεπάζω (покрывать)/ κόβω (перекрывать воду, газ и т. п.):\закрывать дверь κλείνω τήν πόρτα· \закрывать на ключ κλειδώνω· \закрывать крышкой σκεπάζω μέ τό καπάκι· \закрывать лицо руками σκεπάζω τό πρόσωπο μέ τό χέρια μου·2. (прекращать доступ куда-л.) κλείνω, ἀπαγορεύω:\закрывать вход ἀπαγορεύω τήν είσοδο· \закрывать границу κλείνω τά σύνορα·3. (накрывать, заслонять) σκεπάζω, καλύπτω:\закрывать ребенка одеялом σκεπάζω τό παιδί μέ τήν κουβέρτα·4. (заканчивать, прекращать) κλείνω, τελειώνω:\закрывать собрание κλείνω τή συνεδρίαση· \закрывать счет (в банке и т. ἡ.) κλείνω τό λογαριασμό· ◊ \закрывать скобки (кавычки) κλείνω τήν παρένθεση (τά είσαγωγικά)· \закрывать глаза на что́-л. κλείνω τά μάτια, κάνω τά στραβά μάτια· \закрывать рот кому́-л. βουλώνω κάποιου τό στόμα. -
8 палуба
палуб||аж τό κατάστρωμα, ἡ κουβέρτα:верхняя \палуба τό ἄνω κατάστρωμα· нижняя \палуба τό ὑπόφραγμα, ὁ κοραδοϋρος. -
9 плед
пледм τό πλαίντ, τό σάλι, ἡ κουβέρτα. -
10 стягивать
стягиватьнесов1. (συ)σφίγγω·2. (войска) συγκεντρώνω, συναθροίζω·3. (стаскивать) τραβώ:\стягивать одеяло τραβώ τήν κουβέρτα. -
11 укрывать
укрыватьнесов1. (покрывать) σκεπάζω, καλύπτω:\укрывать кого́-л. одеялом σκεπάζω κάποιον μέ τήν κουβέρτα·2. (прятать, защищать) κρύβω, (άπο)κρύπτω, (συγ)καλύπτω/ παρέχω ἄσολον (предоставить убежище). -
12 укутать
укутатьсов, укутывать несов τυλίγω, κουκουλώνω, σκεπάζω:\укутать ребенка в одеяло κουκουλώνω τό παιδάκι μέ τήν κουβέρτα \укутаться τυλίγομαι, κουκουλώνομαι, σκεπάζομαι. -
13 одеяло
[αντιγιάλα] ουσ. ο. κουβέρτα, πάπλωμα -
14 одеяло
[αντιγιάλα] ουσ ο κουβέρτα, πάπλωμα -
15 верблюжий
-ья, -ье, επ.καμηλίσιος, της καμήλας•верблюжий горб ο ύβος της καμήλας•
-ье одеяло κουβέρτα από μαλλί καμήλας•
-ья шерсть το μαλλί της καμήλας.
-
16 закутать
ρ.α.μ. τυλίγω, κουκουλώνω•закутать ребенка в одвяло τυλίγω το παιδάκι με την κουβέρτα•
закутать шею шарфом τυλίγω το λαιμό με το κασκόλ.
τυλίγομαι, κουκουλώνομαι. -
17 покрывало
-а ουδ.1. σκέπασμα- κουβέρτα.2. μαντήλα. || κλινοσκέπασμα, στρωσίδι. -
18 тигровый
επ., της τίγρης•-ая шкура δέρμα τίγρης.
|| τιγροειδής.εκφρ.тигровый глаз – τιγρι-όφθαλμος, χαλαζίας ο σαπφειροειδής•-ое одеяло; тигровый плед – παλ. κουβέρτα ριγωτή. -
19 увернуть
ρ.σ.1. (περί)τυλίγω• κουκουλώνω•, увернуть ребнка в одеяло τυλίγω το παιδάκι στην κουβέρτα.2. λιγοστεύω• ξεστρίβω•увернуть фитиль в лампе λιγοστεύω το φιτίλι της λάμπας.
τυλίγομαι, κουκουλώνομαι. || αποφεύγω, διαφεύγω, ξεφεύγω•увернуть от удара αποφεύγω το χτύπημα.
|| μτφ. υπεκφεύγω• στρεψιδικώ•увернуть от прямого ответа αποφεύγω να απαντήσω ναι ή όχι (ξεκάθαρα).
См. также в других словарях:
κουβέρτα — η (Μ κουβέρτα) 1. μάλλινο ή βαμβακερό κλινοσκέπασμα 2. το κατάστρωμα τού πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. coverta] … Dictionary of Greek
κουβέρτα — η (λ. ενετ.) 1. κλινοσκέπασμα. 2. το κατάστρωμα του πλοίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διπλός — ή, ό (AM διπλοῡς, ῆ, οῡν και διπλός, ή, όν Α και διπλόος, η, ον θηλ. και διπλέη) 1. διπλάσιος, αυτός που είναι δύο φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος, δύο φορές ίδιος («διπλό κρεβάτι, μεροκάματο») 2. ο διπλωμένος στα δύο, σε δύο στρώσεις («διπλή… … Dictionary of Greek
λώδιξ — λῶδιξ, ικος, ἡ (Α) κλινοσκέπασμα, κουβέρτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι δάνεια από τη λατ. lōdix «κουβέρτα, σκέπασμα», η οποία με τη σειρά της αποτελεί πιθ. κελτικό δάνειο] … Dictionary of Greek
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek
Modernes Griechisch — Neugriechisch Gesprochen in Griechenland, Zypern, Albanien, Mazedonien, Türkei, Bulgarien, in isolierten Sprachinseln in Süditalien (Kalabrien und Apulien) und überall dort, wohin Griechen und griechische Zyprer ausgewandert sind (USA, Australien … Deutsch Wikipedia
Neugriechisch — Gesprochen in Griechenland, Zypern, Albanien, Mazedonien, Türkei, Bulgarien, in isolierten Sprachinseln in Süditalien (Kalabrien und Apulien) und überall dort, wohin Griechen und griechische Zyprer ausgewandert sind (USA, Australien … Deutsch Wikipedia
Neugriechische Sprache — Neugriechisch Gesprochen in Griechenland, Zypern, Albanien, Mazedonien, Türkei, Bulgarien, in isolierten Sprachinseln in Süditalien (Kalabrien und Apulien) und überall dort, wohin Griechen und griechische Zyprer ausgewandert sind (USA, Australien … Deutsch Wikipedia
αμφιτάπης — ἀμφιτάπης ( ητος), ο και ἀμφίταπις ( ιδος), η και ἀμφίταπος ( ου), ο (Α) κουβέρτα ή χαλί με πέλος και στις δύο πλευρές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + τάπης. Ως β συνθετικό η λ. τάπης εμφανίζεται και ως ταπις, ιδος (πρβλ. και ψιλόταπις) και ως ταπος, ου] … Dictionary of Greek
ανάπλα — (I) η 1. μάλλινο κλινοσκέπασμα, κουβέρτα 2. πλατύ ύφασμα που απλώνεται κάτω από τις ελιές και τις αμυγδαλιές για το ευκολότερο μάζεμα τών καρπών τους που πέφτουν εκεί από τα χτυπήματα τών ραβδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεγεθυντικός τ. τού ανάπλι]. (II) η… … Dictionary of Greek
απλάδι — το [απλός] κλινοσκέπασμα, κουβέρτα … Dictionary of Greek