κοτήεις
1κοτήεις — και κοτόεις, εσσα, εν (Α) γεμάτος οργή και έχθρα, οργισμένος, φθονερός, εκδικητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κότος «οργή, έχθρα» + επίθημα ήεις / όεις (πρβλ. δενδρ ήεις / κυκλ όεις)] …
2κοτήεις — wrathful masc nom sg …
3Liste griechischer Phrasen/Theta — Theta Inhaltsverzeichnis …
4Weißer Rabe — Theta Inhaltsverzeichnis 1 Θάλασσα ὕδωρ καθαρώτατον καὶ μιαρώτατον …
5κοτεινός — κοτεινός, ή, όν (Α) κοτήεις*, γεμάτος οργή και έχθρα, φθονερός, εκδικητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κότος «οργή, έχθρα» + επίθημα εινός (πρβλ. σκοτ εινός, υγι εινός)] …
6κοτόεις — κοτόεις, εσσα, εν (Α) βλ. κοτήεις …
7κότος — κότος, ὁ (Α) διαρκής οργή, έχθρα, μίσος, μνησικακία («ὅ τοι κότον ἔνθετο θυμῷ», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε θέμα κοτεσ ουδ. ουσ. (*κότος, το), πρβλ. κοτέσ σασθαι (αόρ. τού κοτέω), οπότε συνδέεται με κελτικές και… …