κοτέουσα
1κοτέουσα — κοτάω pres part act fem nom/voc sg (epic doric ionic) κοτέω bear pres part act fem nom/voc sg (epic doric ionic) …
2κοτέουσ' — κοτέουσα , κοτάω pres part act fem nom/voc sg (epic doric ionic) κοτέουσι , κοτάω pres part act masc/neut dat pl (epic doric ionic) κοτέουσι , κοτάω pres ind act 3rd pl (epic doric ionic) κοτέουσαι , κοτάω pres part act fem nom/voc pl (epic doric …
3επιζάφελος — ἐπιζάφελος, ον (Α) 1. ορμητικός, βίαιος («ὅτε κεν τιν’ ἐπιζάφελος χόλος ἵκοι» όταν καταλάβει κάποιον βίαια οργή, Ομ. Ιλ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) τὸ ἐπιζάφελον με μεγάλη οργή («ἐπιζάφελον κοτέουσα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ζάφελος. Άγνωστης… …