κοτυλίζω
1κοτυλίζω — (Α) [κοτύλη] 1. πουλώ κάτι με την κοτύλη, πουλώ λειανικά («τοῑς δὴ ἐμπόροις καλῶς εἶχε μὴ κοτυλίζειν, ἀλλ ἀθρόα τὰ φορτία πεπρᾱσθαι», Αριστοτ.) 2. μτφ. παρέχω λίγα («κίρναντες γὰρ τὴν πόλιν ἡμῶν κοτυλίζετε τοῑς πένησιν», Αριστοφ.) …
2κοτυλίζετε — κοτυλίζω sell by the pres imperat act 2nd pl κοτυλίζω sell by the pres ind act 2nd pl κοτυλίζω sell by the imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …
3κεκοτυλισμέναι — κοτυλίζω sell by the perf part mp fem nom/voc pl κεκοτυλισμένᾱͅ , κοτυλίζω sell by the perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …
4κοτυλίζουσι — κοτυλίζω sell by the pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κοτυλίζω sell by the pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …
5κοτυλίζειν — κοτυλίζω sell by the pres inf act (attic epic) …
6κοτυλισμός — κοτυλισμός, ὁ (Α) [κοτυλίζω] λειανική πώληση …
7κοτυλιστής — κοτυλιστής, ὁ (Α) [κοτυλίζω] αυτός που έπαιζε το παιχνίδι εγκοτύλη*, μίμος …
8κοτυλιστί — και κατυλειστί (Α) επιρρ. κατά κοτύλη, λειανικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοτυλίζω + επιρρμ. κατάλ. ιστί (πρβλ. ιππ ιστί, νομ ιστί)] …
9κοτύλη — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 90 μ., 40 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 25 χλμ. Δ της πόλης του Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πολυκάστρου. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 456 κάτ.) του… …