κοττίς

  • 1κοττίς — κοττίς, δωρ. τ. κοτίς, ίδος, ἡ (Α) 1. κεφαλή 2. παρεγκεφαλίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. κοττίς καθώς και η συγγενής λ. κόττος «πετεινός, κύβος» συνδέονται πιθ. με τις λ. κότταβος* και κοτύλη*, οπότε ανάγονται στην ετεροιωμένη βαθμίδα *κοτ… …

    Dictionary of Greek

  • 2κοττίς — occiput fem nom sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3κοττίδος — κοττίς occiput fem gen sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 4котва — якорь , стар.; укр. котва (судя по наличию о, заимств. из польск.), болг. котва, сербохорв. котва, словен. kȏtva, чеш. kotev, kotva, польск. kotew, род. п. kotwi, в. луж. kotwica. Из *kоtу, род. п. *kоtъvе. Ср. цслав. котъка кошка ; слав.… …

    Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • 5κοτίκας — κοτίκας, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) πετεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται πιθ. με τη λ. κοττίς] …

    Dictionary of Greek

  • 6κοτίς — κοτίς, ίδος, ἡ (Α) (δωρ. τ.) βλ. κοττίς …

    Dictionary of Greek

  • 7κοτσίδα — η 1. πλεξίδα μαλλιών ή κλωστών 2. είδος τρίκλωνου γαϊτανιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοττίς «κεφαλή» < κόττος. Για την τροπή τού τ(τ)ι σε τσι (τσιτακισμός) πρβλ. κληματίδα > κληματσίδα, ιδρωτίλα > δρωτσίλα] …

    Dictionary of Greek

  • 8κοτύλη — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 90 μ., 40 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 25 χλμ. Δ της πόλης του Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πολυκάστρου. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 456 κάτ.) του… …

    Dictionary of Greek

  • 9κούτικας — και ακούτικας, ο αυχένας, σβέρκος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. < κόττικοι «περικεφαλαίες» (Ησύχ.) ή < αρχ. κοττίς «κεφαλή, ινίο», με κώφωση ( ο > ου ) στον τ. ακούτικας εμφανίζεται ανάπτυξη α ] …

    Dictionary of Greek

  • 10κόττικοι — (Α) [κοττίς] (κατά τον Ησύχ.) «αἱ περικεφαλαῑαι» …

    Dictionary of Greek